Ο πρόσφατα απολυμένος δημοσιογράφος του Σκάι, Άρης Χατζηστεφάνου, γράφει για τον ρόλο του κολαούζου της εξουσίας που έχουν αποκτήσει τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και για τους δημοσιογράφους που στα «καλά» είναι υπάλληλοι και στα «άσχημα» μέτοχοι.
Γιατί βάζουν αλεξίσφαιρα τζάμια;», ρώτησα με ισχυρή δόση αφέλειας μια συνάδελφο, καθώς ένας εργάτης άλλαζε τα παράθυρα στους πρώτους ορόφους του κτιρίου. «Με τις μ…ίες που λέμε στον αέρα, καλά κάνουν», μου απάντησε. Το ένα μετά το άλλο τα γραφεία των μεγάλων μέσων ενημέρωσης ύψωναν «ανεπαισθήτως» υψηλά τείχη γύρω τους. Μέρα με την ημέρα μετατρέπονταν σε απόρθητα φρούρια με ηλεκτροφόρα σύρματα, κάμερες, στρατιές από σεκιουριτάδες αλλά και ένστολους αστυνομικούς που περιπολούσαν την ώρα των δελτίων ειδήσεων. Και πάντα έμενες με την απορία εάν οι καναλάρχες και οι εκδότες φοβούνταν περισσότερο τον εξωτερικό ή τον εσωτερικό εχθρό: τους οργισμένους πολίτες που έπρεπε να κρατηθούν μακριά ή τους απολυμένους εργαζόμενους που έπρεπε να πεταχτούν έξω. Την ίδια ώρα τα μεγαλοστελέχη των media -που εξακολουθούν να αυτοαποκαλούνται δημοσιογράφοι, ενώ συχνά κατέχουν διευθυντικές θέσεις και είναι μέτοχοι των εταιρειών- άρχισαν να κυκλοφορούν με σωματοφύλακες και αστυ- νομικούς. Γνώριζαν, προφανώς, ότι η πιθανότητα να προπηλακιστούν ή να γιαουρτωθούν από τους ακροατές/ τηλεθεατές τους είναι ελάχιστα χαμηλότερη από αυτήν του αντιπροέδρου της κυβέρνησης.
Όταν μπήκα για πρώτη φορά στον χώρο των μέσων ενημέρωσης, το να δηλώνεις δημοσιογράφος προκαλούσε θαυμασμό. Μέσα σε λίγα χρόνια ήταν ντροπή. Τώρα είναι και επικίνδυνο. Οι πρώτοι που το κατάλαβαν ήταν οι ρεπόρτερ που δέχονταν την οργή των διαδηλωτών στις πορείες. Παλιά τους φώναζαν το σύνθημα «Μπάτσοι, TV, νεοναζί - όλα τα καθάρματα δουλεύετε μαζί». Τώρα το χόντρυναν. Τους αποκαλούν «Πρετεντέρηδες». «Δεν αποτελείτε εξαίρεση», μου έλεγε πριν από μερικές εβδομάδες ο δημοσιογράφος και σκηνοθέτης Avi Lewis, όταν τον συνάντησα για τις ανάγκες του ντοκιμαντέρ Debtocracy. Ο δημιουργός της ταινίας The Take - Η κατάληψη μου διηγούνταν ιστορίες από στούντιο των μεγάλων τηλεοπτικών σταθμών. Πώς φτάνει, όμως, μια κοινωνία να αντιμετωπίζει τους μεγαλοδημοσιογράφους εξίσου εχθρικά με τις κυβερνήσεις τους και, παρεμπιπτόντως, τι σχέση έχουν όλα αυτά με τις πρόσφατες εξελίξεις στα ελληνικά ΜΜΕ, με τις εκδικητικές απολύσεις και τη μεγάλη τετραήμερη απεργία που ξεκινά την Πέμπτη;
Τα τελευταία χρόνια επικράτησε η εντύπωση ότι τα μέσα ενημέρωσης έχασαν απλώς την ικανότητα και τη θέλησή τους να ασκούν κριτική στους κυβερνώντες και μετατράπηκαν σε κολαούζους των πολιτικών ελίτ. Πρόκειται για μια φαινομενικά σωστή παρατήρηση, η οποία, όμως, εδράζεται σε ολοκληρωτικά λάθος συλλογισμό. Στην εποχή της εμπορευματοποιημένης είδησης δεν είναι δουλειά των ΜΜΕ να στηρίζουν την κυβέρνηση, αλλά δουλειά της κυβέρνησης -και του κράτους, εν γένει- να προωθεί τα συμφέροντα των μέσων ενημέρωσης. Σε ολόκληρο τον κόσμο οι σύγχρονοι δημοσιογραφικοί όμιλοι έχουν μετατραπεί σε γιγαντιαίες επιχειρήσεις που αναπτύσσονται, συγχωνεύονται και δημιουργούν μονοπώλια, όπως και κάθε άλλη εταιρεία. Οι ιδιοκτήτες τους δεν είναι υπηρέτες των οικονομικών ελίτ, αλλά σάρκα από τη σάρκα αυτών των ελίτ. Οι άνθρωποι που υπερασπίζονται την παρουσία του ΔΝΤ ή της ΕΚΤ δεν το κάνουν γιατί έτσι τους είπε η κυβέρνηση, αλλά γιατί πιστεύουν ότι μόνο οι συγκεκριμένοι οργανισμοί μπορούν να προστατεύσουν τα συμφέροντά τους. Πολύ περισσότερο στην Ελλάδα, όπου οι ιδιοκτήτες των μεγάλων ΜΜΕ έχουν συνήθως την ενημερωτική δραστηριότητα ως πάρεργο δίπλα στις εργολαβικές, εφοπλιστικές ή άλλες επιχειρήσεις τους.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι σε αυτά τα «μαγαζιά» δοκιμάστηκαν για πρώτη φορά νέες εργασιακές συνθήκες που εξαπλώνονται τώρα σε κάθε χώρο εργασίας. Όπως η χούντα του Πινοσέτ στη Χιλή αποτέλεσε πειραματικό εργαστήριο του νεοφιλελευθερισμού, έτσι και το επάγγελμα του δημοσιογράφου έγινε ένα μικρό θερμοκήπιο για τη δοκιμή της μαύρης, ανασφάλιστης και ελαστικής εργασίας. Έτσι γεννήθηκε το δημοσιογραφικό Black Block, η γενιά των δημοσιογράφων που πληρώνονται με «μαύρα» ή με μπλοκάκι. Στα sweatshops των μεγάλων εφημερίδων, των ραδιοφώνων και των τηλεοράσεων συνέθλιβαν τα όνειρα αλλά και τα δικαιώματα χιλιάδων παιδιών που έμπαιναν στο επάγγελμα από τις συνήθως απαράδεκτες ή έστω ανεπαρκείς σχολές δημοσιογραφίας.
Και όταν η κυβέρνηση αποφάσισε να ισοπεδώσει και τα τελευταία εργασιακά δικαιώματα, καταστρατηγώντας τις συλλογικές συμβάσεις και απαιτώντας μειώσεις αποδοχών, οι καναλάρχες-Πινοσέτ προσφέρθηκαν να δοκιμάσουν πειραματικά τα νέα μέτρα στους δικούς τους εργαζομένους. Αίφνης, οι ίδιοι άνθρωποι που είχαν αποκομίσει δισεκατομμύρια εισάγοντας τις επιχειρήσεις τους στο Χρηματιστήριο κι εξασφαλίζοντας κολοσσιαία δημόσια έργα για τις θυγατρικές εταιρείες τους αντιμετώπιζαν τους εργαζομένους ως μετόχους της επιχείρησης. «Αφού πέφτουν τα κέρδη», τους είπαν, «θα μειωθούν και οι αποδοχές σας». Δανείστηκαν κάτι από τον πολιτισμό, το ήθος και το ύφος της κυβέρνησης για να μας αποκαλέσουν «κοπρίτες» και να μας εξηγήσουν ότι «μαζί τα φάγαμε». Όταν κερδίζουν, είμαστε υπάλληλοι της επιχείρησης. Όταν χάνουν, γινόμαστε μέτοχοι.
Σε αυτήν τη μάχη μέχρις εσχάτων τα μικρά παράθυρα που αφήνονταν μέχρι σήμερα για διαφορετικές απόψεις και προσεγγίσεις είναι φυσιολογικό να κλείνουν. Στον πόλεμο, άλλωστε, δεν χρειάζεσαι άλλοθι. Χρειάζεσαι είτε στρατιώτες, οι οποίοι δεν έχουν άλλη επιλογή απ’ το να θυσιαστούν, είτε στρατηγούς που έχουν κάθε λόγο να θυσιαστούν, γνωρίζοντας ότι, αν χαθεί το βασίλειο, θα χάσουν και αυτοί τα οφίτσιά τους.
LIFO