ΑΡΧΙΖΟΝΤΑΣ, ευχαριστώ θερμά τον Πρύτανη και τη Σύγκλητο του Παντείου Πανεπιστημίου για την απονομή του τίτλου του επιτίμου διδάκτορος. Οι Ευχαριστίες αυτές είναι και μένουν όμως δισήμαντες. Γιατί ο τιμώμενος έχει το ένα πόδι μέσα και το άλλο έξω από το Πανεπιστήμιο, γιατί το Πανεπιστήμιο παντού, ως Πανεπιστήμιο, δεν είναι ο χώρος της ριζικής σκέψης (πράγμα που δεν σημαίνει ότι στα Πανεπιστήμια δεν υπάρχουν και άνθρωποι που σκέπτονται). Η ίδια αυτή στάση χαρακτηρίζει τη σχέση με το Κράτος, από το οποίο το Πανεπιστήμιο έχει επίσης μια ορισμένη εξάρτηση. Και κάθε Κράτος σήμερα, και ιδιαίτερα το Ελληνικό, παρουσιάζει θλιβερή όψη. Και με το Κράτος εννοώ εδώ την ενότητα που σχηματίζουν κρατούντες και αντιπολιτευόμενοι. Όλη η πολιτική διαχείριση ή η αντιπολίτευση σ’αυτήν, από την άκρα αριστερά ως την άκρα δεξιά – περνώντας από τις κυρίαρχες κεντροδεξιά και κεντροαριστερά – μας επιβάλλουν ολική και ριζική κριτική. Ζητούν τη βασική υπέρβασή τους.
Προς τα που? Εδώ έγκειται το ερώτημα. Χωρίς να ξεχνάμε πως οι λέξεις «δεξιά» και «αριστερά» πρέπει να προφέρονται με πολύ χιούμορ και ειρωνεία. Πανεπιστήμιο και Κράτος, η Παιδεία τέτοια που είναι και τα θλιβερά κόμματα δεν μας επιβάλλουν ούτε την παραδοχή – έστω και κριτικά – ούτε τη στείρα άρνηση. Το απλό ή πολυπλοκοποιημένο αντί δεν είναι παρά η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος. Μένει εξαρτημένο απ’ αυτό στο οποίο αντιτίθεται.
Ζητείται μία παραγωγική, ποιητική και στοχαστική όσο και έμπρακτη υπέρβαση. Αυτό που θα έπρεπε να ονομαστεί μεταμόρφωση. Η μεταμόρφωση όμως αυτή είναι δυνατή? Το τέλος των ιδεολογιών και των ουτοπιών επιβάλλεται στη σκέψη και την πράξη μας.
Παρουσιάζομαι λοιπόν μπροστά σας σαν ένας παράνομος (παράνομος, με ή χωρίς εισαγωγικά) στοχαστής έξω από όλα τα κυκλώματα ή τα αντικυκλώματα που δεν προσπαθεί να ιδρύσει σχολή και να έχει οπαδούς. Παράνομος, παρ’ όλες τις τμηματικές αναγνωρίσεις και διακρίσεις. Γιατί το υπόγειο ρεύμα που διαπερνάει αυτόν που προσπαθεί να σκεφθεί, μένει ακριβώς παράνομο. Δεν γίνεται παραγωγικά παραδεκτό. Το υπόγειο όμως ρεύμα αυτής της σκέψης που προσπαθώ να προβάλω δεν γίνεται θεμελιακά ούτε ακουστό ούτε ορατό. Θα μπορούσαν τα πράγματα να ήταν αλλιώς? Η σκέψη και η ζωή μένουν μεσοβέζικες, δεν αφήνουν καμία σκέψη ή εμπειρία να τις συγκλονίσει. Δεν είναι όμως κι αυτό ιστορικά φυσικό? Σαν τον Ιανό, ο παράνομος στοχαστής έχει δύο όψεις. Οι όψεις όμως αυτές είναι οι δύο όψεις του ίδιου Ιανού.
Το ότι αυτός που σας μιλάει είναι ένας παράνομος στοχαστής, που έχει δεχθεί τη διδακτορική τήβεννο, δεν είναι παρά μία από τις σχιζοφρενικές φιγούρες της εποχής μας. Η απάντηση στον έπαινο δεν αποτελεί ένα πανεπιστημιακό μάθημα, ούτε μία διδακτορική, ή διδακτική ομιλία. Δεν αποτελεί όμως ούτε ένα απλό αντι-μάθημα, μία αντι-διδαχή.
Η προσπάθεια έγκειται – για σας και για μένα – να δούμε κάτι από το εργαστήρι της σκέψης, πώς ορισμένα συγκροτήματα δουλεύουν και δουλεύονται στο εργαστήρι της σκέψης. Δουλεύονται, σημαίνει εδώ πώς σκεπτόμαστε και πώς κάνουμε την έμπρακτη εμπειρία της σκέψης και της ζωής μας, υπακούοντας σ’ έναν ενιαίο όσο και πολλαπλό ρυθμό.
Πολιτική, σκέψη και πράξη.
Αρχίζω με την πολιτική που διαλύει κυριολεκτικά την Ελλάδα και την κάνει να σαπίζει. Η πολιτική αυτή είναι ένα επιφαινόμενο. Μιλάμε ακατάπαυστα, φλύαρα και μικρόπρεπα, τελείως άστοχα για την πολιτική. Δεν πρόκειται όμως για πολιτική στη βαριά έννοια του όρου, αλλά για μια αφάνταστα μίζερη πολιτικολογία, για ένα χυδαίο πολιτικαντιδισμό, για μια σειρά από κομπίνες που πάνε μαζί με διάφορες τρομοκρατικές πράξεις. Η κριτική αυτής της πολιτικής, η κριτική που κάθε κόμμα ή ομάδα εξασκεί δήθεν εναντίον όποιου άλλου κόμματος ή όποιας άλλης ομάδας, ή ακόμα εναντίον όλων των άλλων, δεν οδηγεί παρά στη σημερινή σήψη, στο σημερινό – που δεν είναι μόνο σημερινό – τέλμα και αδιέξοδο. Η πολιτική σαν τέτοια ζητάει να κάνουμε μία πολιτική εμπειρία με όλη μας την ύπαρξη, γιατί απολύτως κανένας δεν είναι ανεύθυνος γι’ αυτό που γίνεται. Έτσι ή αλλιώς συμμετέχει. Κάθε πολίτης είναι συνυπεύθυνος. Θα μου απαντήσετε πως η εποχή της μεγάλης πολιτικής που συμβάδιζε με μία μεγάλη σκέψη έχει πια τελειώσει, και πως αυτό που ακόμα ονομάζεται πολιτική δεν αποτελεί παρά μία τεχνικο-γραφειοκρατική διαχείριση για τους εκάστοτε κυβερνώντες όσο και για τους εκάστοτε αντιπολιτευόμενους. Η μοίρα όμως αυτού που ονομάστηκε πολιτική – από τους αρχαίους Έλληνες και πέρα – δεν γίνεται αντιληπτή ούτε από τις μάζες ούτε από τις κουφιοκέφαλες αυτοθαυμαζόμενες ελίτ.
Περίπου έξι δισεκατομμύρια άνθρωποι έρπουν σ’ αυτή τη γήινη σφαίρα που θέλει να κατακτήσει και άλλα άστρα – μερικοί πλούσιοι, οι πιο πολλοί φτωχοί – μέσα στην οικουμενική κούραση και εξάντληση, μετριότητα και ασημαντότητα. Ανάμεσα σ’ αυτούς βρίσκεται και αυτός που σήμερα σας μιλάει. Έρπει μεν, αλλά προσπαθεί να σκεφθεί αυτή την έρπυση, να την πει και να δοκιμάσει – χωρίς καμία αυταπάτη – να οδηγήσει και τους άλλους στη σκέψη και στην εμπειρία της μετα-ιστορικής εποχής που έχει αρχίσει.
Προς τι όμως αυτή η προσπάθεια? Δεν υπάρχει απάντηση σ’ αυτό το γιατί. Γιατί να ξυπνήσει κανείς τους κοιμώμενους και τους υπνοβάτες? Δεν συντρέχει κανένας λόγος. Η προσπάθεια αφύπνισης γίνεται από μερικούς, απλώς και μόνο επειδή τους επιβάλλεται. Το να ονομάζεται κάποιος απολιτικός είναι βλακώδες, γιατί έτσι ή αλλιώς – ενεργητικά ή/και παθητικά – συμμετέχει στα κοινά. Ακόμα και ο πιο απομονωμένος αναχωρητής, απομονώνεται ή αναχωρεί από κάτι και σε σχέση με το κάτι, π.χ. την κοινωνική ύπαρξη. Η ύπατη και δύσκολη δυνατότητα έγκειται σε μία υπερπολιτική στάση, που δεν αγνοεί όμως την πολιτική, τη σκέπτεται και πράττει αναλόγως. Ποια είναι η επίδρασή της στους άλλους? Η επίδραση δεν είναι ποτέ άμεση και το ερώτημα μένει ανοιχτό.
Το ιδιωτεύειν αποτελεί μία αυταπάτη, και η λέξη ιδιώτης κατέληξε να σημαίνει τον ηλίθιο. Σε πολλές γλώσσες συναντάμε την τόσο χρήσιμη λέξη: idiot (ηλίθιος). Όπως ξέρετε βέβαια, ένα μεγάλο μυθιστόρημα του Ντοστογιέφσκι φέρει τον τίτλο «Ο Ηλίθιος», ρωσικά: «Ιντιότ». Αυτό που δεν ξέρετε ίσως, είναι πως ο Ντοστογιέφσκι δεν στέκεται πίσω μας, αλλά μπροστά μας και μας περιμένει. Γενικότερα μας μένει να σκεφθούμε το αβυσσαλέο βάθος και την τεράστια σημασία της βλακείας και της ηλιθιότητας, καθώς και την ατομική και κοινωνική αναγκαιότητά τους.
Είναι άραγε αναγκαίες επειδή και μόνο είναι αναπόφευκτες? Ιδού ένα άλλο ερώτημα.
Κι όμως, παρ’ όλο που ξέρουν όλα αυτά και τα ζουν στο πετσί τους, ορισμένοι ποιητές και στοχαστές απωθούν την κοινωνία και την πολιτεία – τέτοιες που είναι – και αισθάνονται απωθημένοι από αυτές και τα διάφορα κυκλώματά τους. Η σκέψη και η δράση του λεγόμενου παράνομου στοχαστή δεν αφορούν τον εαυτό του και μόνο. Αφορούν την ανθρωπότητα και αυτούς που προσπαθούν να βλέπουν πιο καθαρά. Άμα, αν και όταν η δραστική αυτή σκέψη γίνεται ακουστή, αυτός που την ακούει τη μεταμορφώνει. Βέβαια δεν αποκλείεται καθόλου να μείνει «φωνή βοώντος εν τη ερήμω», να σχολικοποιηθεί ή και να σχολαστικοποιηθεί, ή να εκλαϊκευθεί χυδαία.
Η εποχή μας είναι και μένει μυθολογικο-τεχνολογική. Ποιος όμως και πως αντιμετωπίζει την Τεχνική που κυριαρχεί στην εποχή μας? Η Τεχνική μεταβάλλει την πολιτική σε τεχνικο-γραφειοκρατική διαχείριση. Στα δικαιώματα του ανθρώπου αναφερόμαστε συνήθως βερμπαλιστικά και η πολυθρύλητη δημοκρατία εν μέρει λειτουργεί κατ’ όνομα, ερήμην μας, αν όχι χωρίς τη συμμετοχή μας, σε μία κοινωνία εκμεταλλευτική, με θεά την παραγωγή-κατανάλωση, με ημίθεο το κέρδος και με ήρωες τους εμπόρους – τόσο των υλικών όσο και των «πνευματικών» αγαθών.
Οι δύο τελευταίοι αιώνες ιδίως, έκαναν ό, τι μπορούσαν, κινούμενοι από μία απεριόριστη θέληση για δύναμη. Θεωρητικά και πρακτικά, και η δεξιά και η αριστερά έκαναν ό, τι τους περνούσε από το χέρι – και με άδειο το κεφάλι – , για να μετατρέψουν τον άνθρωπο σ’ ένα οικονομικό κτήνος. Από «ζώον λόγον έχον» και «ζώον πολιτικόν» που είχε οριστεί ο άνθρωπος, από τον Αριστοτέλη και πέρα, κατάφερε επιτέλους να γίνει το «οικονομικό κτήνος» λες και η μοίρα του ανθρώπου – αν υποτεθεί πως ο άνθρωπος έχει μοίρα – τον υποτάσσει τελεσίδικα στην οικονομία. Κυρίαρχοι και κυριαρχούμενοι – πάντα αλληλένδετοι – κατόρθωσαν να μας κάνουν να φθάσουμε σ’ αυτόν τον υπέρτατο, περιορισμό, μέσα στην κοινωνία της υπερπαραγωγής και της υπερκατανάλωσης, όπως και μέσα στην κοινωνία της πείνας και της μιζέριας και της εξαθλίωσης. Ιδού η ύστατη κτηνώδης νίκη του καπιταλιστικού και του άλλοτε λεγόμενου σοσιαλιστικού συστήματος και η κενότητα του κάθε φιλελευθερισμού ή νεοφιλελευθερισμού. Για όλες τις παρατάξεις, για τους εκμεταλλευτές και εξουσιαστές όσο και για τους εκμεταλλευόμενους και εξουσιαζόμενους – οι μεν αχώριστοι από τους δε, και αντίστροφα -όλα τα άλλα ανοίγματα μένουν κλειστά.
Το πολίτευμα που αυτοδιαφημίζεται ως δημοκρατικό, μένει ολιγαρχικό, οι πάντες κάνουν τα πάντα για να αποβλακώσουν το δήμο, και η εποχή δεν ανέχεται αυτούς που θέτουν εκ βάθρων υπό ερώτηση την τεχνική και τη δημοκρατία όπως λειτουργεί. Όμως ακόμα και μέσα στη μάζα των πιο λαϊκών και φτωχών ανθρώπων βρίσκονται ορισμένοι που προσπαθούν να τρυπήσουν τον κλειστό αυτό ορίζοντα.
Αυτά τα λίγα για την πολιτική. Περνάμε στο ερώτημα της σκέψης που δεν είναι και τελείως άσχετο με την πολιτική. Ούτε όλα αρχίζουν με το Λόγο, όπως κηρύσσει το κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, ούτε όλα αρχίζουν με την Πράξη, όπως το θέλει ο Φάουστ του Γκαίτε. Σ’ ένα χαώδες σύνολο ξεπηδούν τόσο αυτό που ονομάστηκε σκέψη όσο και αυτό που ο λόγος ονόμασε πράξη – άρρηκτα δεμένος μαζί της. Η βαθύτατα ερωτηματική σκέψη δεν είναι πια ούτε ιδεαλιστική ούτε υλιστική. Υλισμός, απλός ή διαλεκτικός, δεν μπορεί να υπάρξει. Είναι ο ίδιος μια φιλοσοφική θεωρία, ιδεαλιστικά προσδιορισμένη. Σε κάθε σύλληψη ή σχέση των ανθρώπων μ’ αυτό που λέγεται υλικό υπάρχει μία υποτυπώδης σκέψη. Ο Μάρξ γράφει κάπου στο Κεφάλαιο, τσιτάρω από μνήμης, πως αυτό που κάνει να ξεχωρίζει τον χειρότερο αρχιτέκτονα από την πιο έμπειρη μέλισσα είναι το ότι ο πρώτος κατασκεύασε στο κεφάλι του την κυψέλη, πριν την κατασκευάσει έμπρακτα. Βέβαια, η κουφιοκέφαλη αριστερά και η άμυαλη δεξιά δεν αναφέρονται στον στοχαστικό Μάρξ – που περιέχει και αυτός στοιχεία τόσο αυτού που προϋπήρχε, του καπιταλισμού, όσο και αυτού που θα γίνει, παραμορφώνοντάς τον χονδροειδώς, μαρξισμός-λενινισμός-σταλινισμός. Ο μαρξισμός-λενινισμός-σταλινισμός γκρεμοτσακίζεται όχι από τον υποτιθέμενο φιλελεύθερο ή νεοφιλελεύθερο ιδεαλισμό που μετατρέπει ολόκληρη τη ζωή σε εμπόριο, αλλά σύμφωνα με το πρόσταγμα της εποχής. Ο αναρχισμός μένει ένα τελείως ασύστατο και αντιφατικό, φθηνό και ψευτορόζ όνειρο, ενώ ο τροτσκισμός και οι ανάλογές του ομάδες αποτελούν ομίλους παλαιών πολεμιστών ή φολκλορικά φαινόμενα.
Ο ιδεαλισμός – που γνώρισε μεγάλες στιγμές και μορφές – εξιδανικεύει, εξωραίζει, μένει και αυτός ριζικά αντιφατικός. Υλισμός και ιδεαλισμός αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος που έγινε κίβδηλο. Ο ιδεαλισμός και ο αντι-ιδεαλισμός, η μεταφυσική και ο κυρίαρχος θετικισμός είναι και μένουν οντολογικά προσδιορισμένοι, αγνοώντας τον θεμελιακό τους προσδιορισμό. Η φιλοσοφία -πάντα λιγότερο ή περισσότερο οντολογική – ζει το τέλος της, τέλος που θα διαρκεί ίσως και αιώνες, ενώ μία άλλη, ας πούμε νέα σκέψη που μας ανοίγει και μας ανοίγεται γίνεται σπανιότατα ακουστή. Η κουτή αυτή εποχή την αγνοεί ή την εξοστρακίζει.
Σε ποια σκέψη λοιπόν που μας ανοίγεται να ανοιχτούμε? Ποια σκέψη ξετυλίγεται μέσα στο Άνοιγμα?
Δεν έχω να σας προτείνω λύση, μέθοδο, συνταγές, δεν πουλάω γνώσεις που μπορούν να γίνουν ιδιοκτησία σας. Η σκέψη απευθύνεται σε όλους και σε κανένα. Δεν ανήκει καν σ’ αυτόν που την επεξεργάζεται. Η σκέψη διαφέρει ριζικά και ολικά από την απλή ή πολυσύνθετη εξυπνάδα, τη σκορπισμένη πολυμάθεια και τον αθροιστικό και στείρο εγκυκλοπαιδισμό, καθώς και απ’ αυτό που ονομάζουμε πνεύμα (με μικρό ή με μεγάλο πι). Όλα αυτά στέκονται εμπόδιο στη σφαιρική και αποσπασματική, ιστορική και ανοιχτά συστηματική, ποιητική, πολυδιάστατη και ερωτηματική σκέψη. Προσπαθώ, τώρα και σαράντα χρόνια, πέρα από το άμεσα φυσικό – που δεν υπάρχει καν – πέρα από το θεολογικό και το θρησκευτικό, πέρα από το φιλοσοφικό, το ψυχολογικό, το κοινωνιολογικό, το πολιτικό, το αισθητικό, το τεχνικο-επιστημονικό, να ξετυλίξω μία σκέψη. Και κάθε επιτυχία περιέχει την αποτυχία της. Η σκέψη δεν υπάρχει, όπως δεν υπάρχουν άντρας, ή γυναίκα, ή ιδανική πολιτεία. Όλα και το Όλον, αναπόσπαστα από το Τίποτα, είναι και μένουν πεπερασμένα. Το άπειρο, το αιώνιο δεν είναι ούτε για τους θεούς, ούτε για τους ανθρώπους. Δεν υπάρχουν σαν τέτοια. Ο «παγκρατής χρόνος», (Σοφοκλής) γεννάει, κάνει να αναπτύσσονται και συντρίβει τα πάντα.
Σαν άνθρωπος που ζει με τους άλλους ανθρώπους, προσπαθώ να σκεφθώ, κάνοντας συγχρόνως την εμπειρία της σκέψης, την υπέρβαση του θεού, του ανθρώπου και της κοινωνίας που δεν αποτελείται παρά από κοινωνικοποιημένα άτομα και δεν αποτελεί κατά κανένα τρόπο την ύστατη καταφυγή, το ύπατο καταφύγιο. Η φύση η ίδια εξαφανίζεται, σιγά – σιγά όσο και βίαια, μπροστά στα μάτια μας και κάτω από τα χτυπήματά μας. Τόσο η θεληματική φυσιολατρία όσο και η τεχνικο-οικονομική και τεχνικο-επιστημονική θεωρία και πράξη την εμποδίζουν να ανθίζει. Η ίδια η οικολογία ασκεί μία επιμέρους κριτική, ονομάζει ορισμένα δεινά, προβαίνει σε αρνήσεις, αλλά δεν αντιπροτείνει πολλά πράγματα, σχεδόν τίποτα. Δεν βλέπει τις προϋποθέσεις και τις ανάγκες του σημερινού και αυριανού κόσμου, μένει νοσταλγική και, παρ’ όλες τις καλές της προθέσεις, της λείπει η προφητική ματιά. Η οικονομία (η θεωρία και η πρακτική της) δεν αντικαθίσταται τόσο εύκολα από την οικολογία (και την κοντόφθαλμη θεωρία και πρακτική της).
Βρισκόμαστε λοιπόν μπροστά και μέσα στο πρόβλημα – καλύτερα: την ερώτηση – της υπέρβασης της φύσης, του θεού, και του ανθρώπου. Υπέρβαση σημαίνει: διατήρηση, αναγνώριση, αφομοίωση και ξεπέρασμα. Το ξεπέρασμα δεν το εννοώ στη φτηνή έννοια της λέξης που πιπιλίζουμε συνέχεια σαν καραμέλα, φλυαρώντας ασταμάτητα και χρησιμοποιώντας τελείως άστοχα την αινιγματική έννοια: ξεπέρασμα. Ό, τι υπήρξε ξαναγυρίζει, μεταμορφωμένο, μέσα στην παγχρονική – και όχι αιώνια – επάνοδο του Αυτού και όχι του ίδιου.
Δημιουργική υπέρβαση της φύσης σημαίνει ότι η φύση δεν είναι πια το ακλόνητο και αιώνιο θεμέλιο της σκέψης και της πράξης. Χρέος μας είναι τόσο να τη σεβόμαστε, όσο και αν τη μεταμορφώνουμε με τον λιγότερο βέβηλο τρόπο.
Δημιουργική υπέρβαση του θεού σημαίνει την αναγνώριση ότι ούτε ο θεός είναι το πρώτο και ύστατο θεμέλιο. Είμαστε προορισμένοι να σκεφθούμε και να ζήσουμε την παρουσία της απουσίας του θεού και πέρα από την παρουσία και την απουσία, την πίστη και την απιστία, να ανοιχτούμε σε ένα μη θεολογικό ορίζοντα.
Δημιουργική υπέρβαση του ανθρώπου σημαίνει να πάψουμε να θεωρούμε τον άνθρωπο κέντρο, θεμέλιο, κάτοχο και εξουσιαστή όσων υπάρχουν. Βαδίζουμε ήδη σ’ ένα δρόμο που οδηγεί στο ξεπέρασμα του ανθρώπου. Όχι ότι οι εμπειρικοί άνθρωποι θα πάψουν να ζουν και να αναπαράγονται. Ο άνθρωπος έχει όμως ήδη αρχίσει να μην ανήκει στον άνθρωπο, γίνεται ένα απόσπασμα του ανοιχτού Όλου. Αυτό ονομάζω μεταμόρφωση, ανάληψη του ανθρώπου.
Οι τρεις αυτές υπερβάσεις είναι αλληλένδετες, αποτελούν τον ένα στόχο του στοχασμού. Ο ποιητικός αυτός στοχασμός αποτελεί μία προσπάθεια που αφορά όλους μας – είτε το ξέρουμε είτε όχι – και προσφέρεται σαν δώρο σε όλους και σε κανένα, αφού δεχθεί το δώρο, που του κάνει το Άνοιγμα, το οποίο δεν είναι μία υπέρτατη αρχή και δεν έχει κανένα περιορισμένο ή γενικό σκοπό. Χωρίς γιατί. Χωρίς επειδή. Χωρίς αιτιακό προσδιορισμό και χωρίς να αποτελεί μία μοίρα που έρχεται από τα έξω ή επιβάλλεται από τα μέσα.
Θα μου πείτε ωραία και καλά όλα αυτά που λέτε, ή άσχημα, ανόητα, σκοτεινά και ακαταλαβίστικα. Τι γίνεται όμως στην πράξη και με την πράξη? Σαν να υπήρχε μία αυτόνομη πράξη που κινείται επί της γης ή πάει να κυριαρχήσει τον ουρανό. Όπως ήδη ειπώθηκε, όλα δεν αρχίζουν με την πράξη. Πράξη και σκέψη είναι αλληλένδετες, είναι και ενωμένες και χωρισμένες, δεν αποτελούν ούτε ένα ούτε δύο, και καμιά διαλεκτική ταχυδακτυλουργία δεν μπορεί να δει και την ενότητα και τις αντιμαχίες και αντιφάσεις τους. Συνήθως οι πράξεις επιτυγχάνουν αποτυγχάνοντας. Υπακούουν σε νόμους και κανόνες, αλλά μπορεί και να τους αγνοήσουν ή να τους υπερβούν. Δημιουργικές ή/και καταστροφικές, δεν είναι αυτές που οδηγούν αυτά που είναι και γίνονται. Ούτε όμως η σκέτη σκέψη – που δεν υπάρχει σαν τέτοια.
Τι κινεί λοιπόν την εποχή μας και προετοιμάζει το μέλλον? Αυτή η ύπατη μυθολογικο-τεχνολογική δύναμη που μας κρύβει το αίνιγμά της και συμβαδίζει τόσο με τη γνώση, όσο και με το σκεπτικισμό και το σχετικισμό, με την ολοκληρωτική και ολιγαρχική δημοκρατία και με το μηδενισμό. Όλες αυτές οι εξουσίες και πράττουν ό, τι τους έχει δοθεί να πράξουν και αναιρούν συγχρόνως τον εαυτό τους. Το μεγαλύτερο καθήκον μας θα μπορούσε να είναι: να σκεφθούμε και μαζί να κάνουμε την εμπειρία της κυρίαρχης μυθολογικο-τεχνολογικής δύναμης που κυβερνάει το όλον όσο και όλα τα αποσπάσματά του και τις λεπτομέρειες. Για το ξεπέρασμά της δεν μπορεί ακόμη να γίνει λόγος. Οδηγούμαστε προς τη διατήρηση και συνεχή ανανέωση του αστερισμού της εποχής, οδηγούμαστε προς μία μεγάλη κρίση ή καταστροφή – που μάλλον δεν είναι πολύ πιθανές – ή μήπως μπορούμε να βαδίσουμε το δρόμο ενός και του μεγάλου Ανοίγματος? Η απάντηση δεν μπορεί παρά να μείνει ανοιχτή. Για ένα πράγμα μπορούμε να είμαστε βέβαιοι: υπέρτατη λύση ή σωτηρία δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει ποτέ. Δεν μπορεί να είναι έργο κανενός θεού, κανενός ανθρώπου, καμιάς κοινωνίας.
Η δράση για τη δράση μέσα στην οποία βρισκόμαστε κλεισμένοι, μας κλείνει το Άνοιγμα που είναι μαζί φωτεινό και σκοτεινό. Ο καιρός των ουτοπιών έχει φαίνεται οριστικά περάσει. Η ανάγκη του ανθρώπου που μένει παιδί είναι να ελπίζει πάντοτε σε κάτι βασικά παρηγορητικό. Πέρα όμως από την ελπίδα και την απελπισία, πέρα από κάθε αισιοδοξία ή απαισιοδοξία, θα μπορούσαμε να σκεφτόμαστε και να πράττουμε, οδηγώντας και αφήνοντάς μας να οδηγηθούμε επάνω σ’ ένα διαφορετικό δρόμο. Ο δρόμος που σας προτείνει αυτός που ως στοχαστής ανοίγεται στο στοχασμό που του ανοίγεται, είναι και μένει δύσβατος. Σίγουρα θα υπάρχουν άλλοι καλύτεροι ή ευκολότεροι δρόμοι. Προσπαθήστε να τους βρείτε, αν μπορείτε.
Τι μας μένει λοιπόν να πράξουμε, σκεπτόμενοι? Μια σχέση με τη φύση, λιγότερο κυριαρχική, τουριστική, συμβατική και απλοϊκά ηδονιστική. Μια φιλικότητα – που δεν αποκλείει μια ορισμένη μαχητικότητα – με το ανοιχτό Όλον-Τίποτα, με τους εαυτούς μας, τους άλλους, τα πράγματα που δεν είναι έτσι και απλά πράγματα, αλλά αποσπάσματα του Όλου που δεν υπάρχει ως Όλον, αλλά ξετυλίγεται ως Χρόνος γεμάτος στιγμές και ρωγμές. Μία όσο γίνεται πιο νηφάλια συμμετοχή στα κοινά ως πολίτες, που δεν εμποδίζει την περιφρόνηση οποιασδήποτε περιφρονητέας κατάστασης ή κίνησης. Η περιφρόνηση αυτή δεν στερεί, δεν παίρνει, αλλά γενναιόδωρα δίνει, χαρίζει. Μας μένει επίσης το άνοιγμα των ερωτικών σχέσεων που συμβαδίζει με τις αντιξοότητες και τα αγεφύρωτα ρήγματά τους. Και η ενεργητική συμμετοχή μας σ’ αυτό που επιβάλλεται: την υπέρβαση του ανθρώπου, που ούτε είναι εφικτός ούτε παύει να συγγενεύει με τον υπάνθρωπο, αλλά μέσα στη διάσταση αυτού που διαπερνώντας τον άνθρωπο, τον οδηγεί στη μεταμόρφωσή του, στην ανάληψή του.
Θα μου πείτε: όλα αυτά δεν φθάνουν. Θα σας απαντήσω: ναι, δεν φθάνουν. Και θα σας ρωτήσω: δεν φθάνουν σε τι?
Τελειώνοντας, και πριν υπάρξουν εσωτερικές διεργασίες, ερωτηματικά, κριτικές παρατηρήσεις και αυστηρές επικρίσεις, θα επιθυμούσα να πω δύο πράγματα. Σας παρακαλώ ειλικρινά να συγχωρήσετε τις δυσλειτουργίες που δεν παύουν να εκδηλώνονται στο εργαστήρι της σκέψης. Και τελικά σας διηγούμαι ένα στοχαστικό ανέκδοτο. Κάποτε ο Βούδας, που στεκόταν ο ίδιος πέρα από το θεϊκό και το ανθρώπινο, έκανε μια ομιλία στους ανθρώπους που είχαν μαζευτεί γύρω του. Μια ομιλία και όχι διάλεξη, γιατί ευτυχώς εκείνη την εποχή δεν δίνονταν διαλέξεις. Δεν λέω: στην ευτυχισμένη εκείνη εποχή. Άμα τελείωσε την ομιλία του, ένας ακροατής σηκώθηκε και του είπε: μας μιλάς αφ’ υψηλού, είσαι ένας ταχυδακτυλουργός των λόγων, είσαι αινιγματικός, σκοτεινός, τυχοδιώκτης, και απατεώνας, όλα αυτά που μας λες είναι δυσνόητα, δεν είναι αληθινά, δεν δίνεις απάντηση σε τίποτα, μας κοροϊδεύεις. Και ο Βούδας του απάντησε ήρεμα: ναι, έχεις κι εσύ δίκιο παιδί μου, κι εσύ είσαι Βούδας.
Και ο «πεφωτισμένος λυτρωτής» πρόσθεσε πιο χαμηλόφωνα και μ’ ένα συγκρατημένο και σχεδόν αδιόρατο χαμόγελο: και ο Βούδας είναι μάταιος, όπως και η ζωή και οι αλυσιδωτές αναγεννήσεις-μετενσαρκώσεις ή μετεμψυχώσεις της, που πέρα από κάθε επιθυμία, μπορούν να βρουν το οριστικό τους τέλος.
Ούτε ο βουδισμός ή το Ζεν είναι η πρώτη ή η τελευταία λέξη. Πρώτη και τελευταία λέξη ή λύση δεν υπάρχουν και δεν είναι δυνατό να υπάρξουν.
Θα τολμούσα – μέσα και πέρα από μία αδιαχώριστη χαρά και λύπη, υπερήφανος και συγχρόνως συντετριμμένος – να σας πω ίσως, ότι διαφορετικά από τον κεντρικό δρόμο που όλοι διατρέχουμε, αυτόν και τους συγγενικούς του δρόμους, μας ανοίγεται ένα διαγώνιο μονοπάτι που όσο και να μοιάζει με τους συνηθισμένους δρόμους οδηγεί σε ένα άλλο Άνοιγμα. Εκεί όπου θα μπορούσαμε να σκεφθούμε και να κάνουμε την εμπειρία του Όλου που είναι και το Τίποτα, του Παντός που είναι και το Μηδέν, του Πλήρους που είναι και το Κενό. Με άλλα λόγια θα μπορούσαμε να σταθούμε και να κινηθούμε κάτω από το φως και την αδιαχώριστή του σκιά που μας χαρίζει ένας μη ανθρωπομορφικος Ιανός που «είναι» (το είναι μπαίνει εδώ μέσα σε εισαγωγικά) το Εν-Παν του οποίου οι δύο όψεις ενώνονται και κυριαρχούν τόσο στη ζωή όσο και στο θάνατο. Ποιοι όμως τολμούν ή θα τολμήσουν να πάρουν αυτό το μονοπάτι όπου όλα παχρονικά μεταμορφώνονται – διαφανή-αδιαφανή – και το οποίο οδηγεί προς το ερωτηματικό και ανοιχτό. Αυτό που δεν κατονομάζεται με καμιά λέξη?
Αρχίζοντας την ομιλία αυτή ευχαρίστησα το Πάντειο Πανεπιστήμιο. Τελειώνοντας, σας ευχαριστώ όλους σας για την προσοχή που μου χαρίσατε.
Κώστας Αξελός
Από την ομιλία του, στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών (5 Μαρτίου 1992).
Αντικλείδι , http://antikleidi.com