Με το ποδόσφαιρο έχω τόση σχέση όση ο φάντης με το ρετσινόλαδο. Η σχέση αυτή καταλύθηκε κάπου στα βάθη της παιδικής ηλικίας, για λόγους που δεν μου είναι σαφείς. Θυμάμαι καλά τον ενθουσιασμό μου για την αναμέτρηση του Παναθηναϊκού με τον Άγιαξ στο Γουέμπλεϊ, ίσως όμως να ήταν και ενθουσιασμός περισσότερο για την πρωτόγνωρη τηλεοπτική εμπειρία, σπάνια τότε για το μέσο ελληνικό σπίτι. Ίσως πάλι ήταν μια υποβόσκουσα έκφραση της πάλης των γενεών: με έναν ενστικτώδη τρόπο είχα επιλέξει να δηλώσω «πράσινος», τη στιγμή που ο πατέρας μου ήταν «κόκκινος» μέχρι μυελού των οστών (αλλά αυτό αποκλειστικά και μόνο στο ποδόσφαιρο). Αλλά η σχέση μου με το ποδόσφαιρο δεν διακόπηκε από την απογοήτευση για την ήττα του ΠΑΟ. Υπήρχαν μάλλον πιο πρακτικοί λόγοι – θυμάμαι, για παράδειγμα, μια δερμάτινη μπάλα να προσγειώνεται με τρομακτική δύναμη στο κεφάλι μου στη διάρκεια μια ερασιτεχνικής αναμέτρησης σε σοκάκι της γειτονιάς, στην οποία είχα αναλάβει ατυχώς ρόλο τερματοφύλακα. Είδα τον ουρανό σφοντύλι, δεν θυμάμαι ποιος είχε σουτάρει, αποκλείεται να ήταν συνομήλικος. Και παρά τον ηρωισμό μου να αποκρούσω, έστω και άθελά μου, ένα βέβαιο γκολ με μια βέβαιη διάσειση, αντιμετώπισα και τη χλεύη των συμπαικτών μου γιατί αναγκάστηκα ζαλισμένος να αποχωρήσω. Νομίζω ότι από τότε άρχισα να αποφεύγω το σπορ. Κι όταν οι φίλοι με προσκαλούσαν απαντούσα με το παροιμιώδες: «Ξέρω μπάλα, αλλά την ξέχασα». Αυτό ήταν το ψυχαναλυτικό και ιατρο-διαγνωστικό απόσταγμα της σχέσης μου με το ποδόσφαιρο.
Στον αντίποδα της ανύπαρκτης σχέσης μου με το ποδόσφαιρο, γεννήθηκαν άλλες φανατικές σχέσεις αγάπης και μίσους με άλλα κοινωνικά φαινόμενα. Όπως, για παράδειγμα, η σχέση μου με το τραπεζικό σύστημα. Είμαι ένας φανατικός άπιστος της Πίστης. Η απιστία μου ενδεχομένως έχει κάτι το μεταφυσικό, καθώς ακόμη και οι πιο φανατικοί στοχαστές του αντικαπιταλισμού αναγνωρίζουν ότι χωρίς πιστωτικό χρήμα και τράπεζες ο κόσμος θα είχε χάσει πολλά από τα βήματα (καπιταλιστικής) προόδου. Εγώ πάλι λέω ότι μπορεί να μην είναι κι έτσι. Αλλά δυσκολεύομαι να τ’ αποδείξω. Ίσως σε μιαν αντίστοιχη αδυναμία έγκειται η αποτυχία του «κινήματος» του Ερίκ Καντονά (κι εδώ επανερχόμαστε στη σχέση με το ποδόσφαιρο) να κλυδωνίσει τις τράπεζες. Ο Καντονά δεν έβαλε το γκολ που περίμενε. Η ανταπόκριση στο κάλεσμά του για «έφοδο στο γκισέ» της τράπεζας, για μαζική απόσυρση καταθέσεων, ήταν πενιχρή. Το γιατί θα το δούμε στη συνέχεια. Ωστόσο, βοήθησε καθοριστικά σε μια αποκάλυψη. Στην αποκάλυψη της τυφλής προσήλωσης της ευρωπαϊκής πολιτικής ελίτ στην εκκλησία της τραπεζικής Πίστης.
Τους είδατε την περασμένη Δευτέρα και Τρίτη; Είδατε την αγωνία τους, τον αμήχανο σαρκασμό τους, τα άστοχα σχόλιά τους; Εκεί φτάσαμε… Το μισό Eurogroup, οι άνθρωποι που διαχειρίζονται την κρίση χρέους στην Ευρώπη, οι τεχνοκράτες και οι πολιτικοί από τους οποίους εξαρτάται -υποτίθεται- η τύχη 500 εκατομμυρίων ανθρώπων ένιωσαν την υποχρέωση να απαντήσουν σε μια πρόταση που κατά τα λοιπά αντιμετώπισαν σαν γραφική, ενδεχομένως γελοία. «Τρέφω διάφορα αισθήματα για τον τραπεζικό τομέα, αλλά βρίσκω την επιχείρηση (σ.σ. την έκκληση Καντονά) άκρως ανεύθυνη», είπε ο Γιούνκερ. Και βγήκε και από αριστερά στον Καντονά, τονίζοντας σε αυστηρό τόνο ότι «δεν πρέπει να παρασύρει σε εσφαλμένες αποφάσεις ανθρώπους που δεν έχουν τα λεφτά που έχει εκείνος». «Ο Καντονά είναι καλύτερος ποδοσφαιριστής απ’ ό,τι οικονομολόγος», είπε ειρωνικά ο Όλι Ρεν. «Έκαστος εφ’ ω ετάχθη… Εγώ δεν θα τολμούσα να παίξω ποδόσφαιρο», είπε αυτάρεσκα η Κριστίν Λαγκάρντ.
Σωστό κι αυτό που είπε η Λαγκάρντ. Με τη διαφορά ότι ο Καντονά -κατά τεκμήριο ανίδεος από οικονομία- έχει αποδείξει την αξία του στο γήπεδο (και όχι μόνο σ’ αυτό, θα έλεγα). Αυτοί, πόσο έχουν αποδείξει την αξία τους στην οικονομία και την πολιτική; Κανονικά θα έπρεπε να είναι υπόλογοι για αληθινά εγκλήματα εις βάρος εκατομμυρίων ανθρώπων, για την έκβαση μιας πολιτικής και οικονομικής περιπέτειας που βάζει τις κοινωνίες της ευρωπαϊκής περιφέρειας (τουλάχιστον αυτές) στον γύψο για «τουλάχιστον μισή γενιά», όπως προέβλεψε ο σύμβουλος του πρωθυπουργού Τομάζο Πάντοα Σκιόπα (και καλύτερη απόδειξη για του λόγου το αληθές, το πολυνομοσχέδιο του εργασιακού Μεσαίωνα). Θα έπρεπε να λογοδοτήσουν για την ανικανότητά τους να προβλέψουν τη χρηματοπιστωτική κρίση, να προστατεύσουν τις αποταμιεύσεις των ανθρώπων για τις οποίες υποτίθεται ότι ανησυχούν. Θα έπρεπε να τιμωρηθούν για την ευκολία με την οποία μετέτρεψαν τη χρηματοπιστωτική κρίση σε κρίση χρέους στην περιφέρεια της Ευρωζώνης (και όχι μόνο σ’ αυτήν). Θα έπρεπε να ελεγχθούν για τη συνενοχή τους στο έγκλημα του πιστωτικού συστήματος να κάνει χοντρό παιχνίδι με τα τοξικά επενδυτικά προϊόντα. Υπάρχει, εν ολίγοις, μια μακρά λίστα τεκμηρίων της ανικανότητάς τους να διαχειριστούν την κρίση. Η ανικανότητά τους στην οικονομία είναι τόσο αποδεδειγμένη, όσο αδιαμφισβήτητη είναι η ευστοχία του Καντονά στα γκολ. Αυτό το ξέρω κι εγώ ο ποδοσφαιρικά άσχετος.
Ίσως, όμως, δεν πρόκειται απλώς για ανικανότητα. Είναι κάτι παραπάνω. Είναι μια σχέση στοργής προς το πιστωτικό σύστημα που έχει χάσει τα τελευταία ίχνη δημιουργικής επίδρασης στην οικονομία και, αντιθέτως, έχει απελευθερώσει τις πιο καταστροφικές του δυνάμεις. Σχέση στοργής με το αζημίωτο, ενδεχομένως. Στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή ευδοκιμεί μια ιδιαίτερη συνομοταξία πολιτικών ζώων (κατά τον Αριστοτέλη) που είτε έχουν μια μακρά προϋπηρεσία σε χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, είτε εναλλάσσουν με ευκολία τους υπουργικούς τους θώκους με θέσεις ευθύνης σε «τοξικές» τράπεζες ή επιχειρήσεις με πυκνές σχέσεις με αυτές. Ένα ευρωπαϊκό «Ειδικό Δικαστήριο» του μέλλοντος ίσως φέρει στο φως ενδιαφέροντα στοιχεία για τη σχέση αυτή. Ίσως να βοηθήσει και η Wikileaks σ’ αυτό.
Προς επίρρωση αυτής της σχέσης στοργής, η ευρωπαϊκή νομενκλατούρα δεν ντράπηκε να δώσει στη δημοσιότητα τεκμήρια: όπως ανακοίνωσε η Κομισιόν, από την κορύφωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης, το 2008, μέχρι σήμερα έχουν εγκριθεί εθνικά προγράμματα «σταθεροποίησης» ύψους 4,5 τρισ. ευρώ! Από αυτά, 2 τρισ. έχουν κανονικότατα εκταμιευτεί, έχουν δηλαδή καταλήξει στα ταμεία των τραπεζών είτε με μορφή εγγυήσεων, είτε δανείων, είτε εντελώς δωρεάν, με τη μορφή μιας εικονικής κρατικοποίησης. Βλέπετε; Λεφτά και υπήρχαν και υπάρχουν ακόμη περισσότερα, τακτοποιημένα όμορφα στους ισολογισμούς των ευρωπαϊκών τραπεζών, κάποιες από τις οποίες επιστρέφουν συνάμενες κουνάμενες στην κερδοφορία, σαν να μη συνέβη τίποτα. Και πράγματι, μ’ αυτά τα λεφτά των Ευρωπαίων φορολογούμενων, το τραπεζικό σύστημα δεν κατέρρευσε. «Σώθηκαν οι καταθέσεις του κοσμάκη». Αλλά, τι θυσίασε ο «κοσμάκης» γι’ αυτό; Για να σώσει τη «νεκρή εργασία» που βρίσκεται απολιθωμένη στις αποταμιεύσεις του, καλείται να θυσιάσει τη «ζωντανή εργασία», το μόνο απτό εργαλείο επιβίωσης που διαθέτει: τη θέση εργασίας, έναν ελάχιστο ανεκτό μισθό, ένα πλαίσιο εργασιακής και κοινωνικής ασφάλειας, τους όρους ύπαρξης και αναπαραγωγής μιας ολόκληρης γενιάς. Ίσως γι’ αυτό απέτυχε ο Καντονά. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν έχει μπει απλώς στον κυτταρικό πυρήνα του κεφαλαίου, έχει μπει στις συνειδήσεις των ανθρώπων προκαλώντας μια θεμελιώδη στρέβλωση αξιών. Ο εικονικός, αποταμιευμένος πλούτος, η καταναλωτική απόλαυση που αναβάλλεται για το μέλλον, αίφνης έχουν αποκτήσει πολλαπλάσια, πλασματική δύναμη, δυναστεύοντας τον πλούτο που παράγεται και καταναλώνεται εδώ και τώρα. Τελικά, δεν έχουν χρηματιστικοποιηθεί μόνο η παραγωγή, οι εθνικές οικονομίες. Έχουν χρηματιστικοποιηθεί τα μυαλά των ανθρώπων.
Τι θα συνέβαινε αν οι κυβερνήσεις και οι τεχνοκράτες της οικονομίας αποφάσιζαν να μη σώσουν τις τοξικές τράπεζες; Τι θα συνέβαινε αν ο Καντονά έβαζε «γκολ» στο τραπεζικό σύστημα, αν συντελούνταν πράγματι μια μαζική «έφοδος στο γκισέ», όπως επανειλημμένα έχει συμβεί, όχι από ακτιβισμό και εχθρότητα για τις τράπεζες, αλλά από τον φόβο και τον πανικό των ανθρώπων για το υπέρτατο αγαθό του «απολιθωμένου πλούτου»; Τι θα συνέβαινε αν τον πανικό των αναλήψεων τον προκαλούσε η ίδια η αυτάρεσκη ευρωπαϊκή νομενκλατούρα με την αποδεδειγμένη αστοχία και απροθυμία της να βάλει γκολ στην κρίση; Και τι θα συνέβαινε αν τα 4,5 τρισ. ευρώ που διατέθηκαν για να «σωθούν οι αποταμιεύσεις του κοσμάκη» δίνονταν στον ίδιο τον «κοσμάκη» για να τα καταναλώσει, να βελτιώσει τους όρους ζωής του, να αποκτήσει καλύτερη και φθηνότερη πρόσβαση στα δημόσια αγαθά; Μπορεί να μην είχαμε αποφύγει καταρρεύσεις τραπεζών, αλλά πιθανότατα θα είχαμε αποφύγει τις καταρρεύσεις κρατών και κοινωνιών. Τις καταρρεύσεις που σήμερα προβάλλονται ως Η «λύση», ενώ είναι το νέο πρόβλημα. Γι’ αυτό και το επόμενο σουτ του Καντονά, ή όποιου άλλου θελήσει να τον μιμηθεί, ίσως δεν είναι άστοχο. Κι ίσως δεν στοχεύει μόνο στα γκισέ των τραπεζών, αλλά και στα λογιστήρια των εταιρειών. Εκτός κι αν οι ευρωκράτες προλάβουν και βάλουν αυτογκόλ. Παίζει κι αυτό.