Share |

Γιατί φαίνεται απαξιωτική η στάση της Ελλάδας απέναντι στα Επτάνησα;

Γίνεται πολύς λόγος, ειδικά τελευταία, γιά την παρατηρούμενη μειονεκτική μεταχείριση των Επτανήσων από την Ελληνική πολιτεία. Ευνόητα λοιπόν αυτόματα γεννάται το ερώτημα του γιατί συμβαίνει αυτό.

Το νέο Ελληνικό κράτος αναδύθηκε μέσα από την Οθωμανική αυτοκρατορία η πληθυσμιακή σύνθεση της οποίας τόσο στον Ευρωπαϊκό, όσο και στον Ασιατικό χώρο αποτελούσε ένα πολύπλοκο ζήτημα. Δύο από τα πρώτα σημαντικά προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει το νέο κράτος πριν ακόμη από την σύσταση του ήταν η πληθυσμιακή ανομοιογένεια και η ανάγκη επέκτασης του ώστε να αποκτήσει μία κρίσιμη μάζα η οποία θα του εξασφάλιζε βιωσιμότητα.  Η Αγγλία, ειδικά μετά την ένωση της Ελλάδας με τα Επτάνησα και την επέκταση της επιρροής της σε αυτήν, είχε ιδιαίτερα συμφέροντα η χώρα να είναι μία σταθερή και αναπτυσσόμενη δύναμη στην ασταθή περιοχή των Βαλκανίων. Οι εσωτερικές, όσο και οι εξωτερικές λοιπόν δυνάμεις που κινούσαν τα νήματα προτίμησαν την δημιουργία ενός σταθερού συνεκτικού κράτους οχυρωμένου πίσω από μία εθνική ταυτότητα και ιδεολογία. Η δεύτερη, εκφρασμένη σε κάποια περίοδο ως η Μεγάλη Ιδέα, θα βοηθούσε στην απαραίτητη επέκταση των συνόρων και στην ενδυνάμωση του κράτους. Γιά την δημιουργία της εθνικής αυτής ταυτότητας και της ιδεολογίας έπρεπε να απαλειφθούν οι επιμέρους πολιτιστικές διαφορές και να τονιστούν η να εφευρεθούν τα κοινά χαρακτηριστικά των συνιστωσών κοινωνιών του Ελληνικού κράτους, δηλαδή έπρεπε να βρεθεί ο κοινός παρονομαστής.

Η αρχαία Ελλάδα αποτελεί γιά τις Ελληνικές κοινωνίες, όπως άλλωστε και γιά όλες τις Δυτικές και όχι μόνον, ένα σημαντικώτατο υπόβαθρο, το οποίο όμως απέχει τουλάχιστον δύο χιλιετίες από την καθημερινότητα των ατόμων. Στον Δυτικό κόσμο η αρχαία Ελλάδα συνδέεται μέσω της Αναγέννησης, του Διαφωτισμού και γενικότερα μέσω της εξελικτικής πορείας της φιλοσοφίας, των γραμμάτων και των τεχνών με τις σύγχρονες κοινωνίες. Στον Ελληνικό κόσμο μεταξύ του αρχαίου και του σημερινού υπήρξαν αιώνες συνύπαρξης των Ελληνικών με Βαλκανικούς και Ασιατικούς πληθυσμούς, τόσο μέσα στην Βυζαντινή, όσο και στην Οθωμανική αυτοκρατορία. Ένα ποσοστό των Ελλήνων παρέμεινε πιστό στην Ορθόδοξη πίστη ενώ ένα άλλο εξισλαμίστηκε διατηρώντας όμως την Ελληνική γλώσσα. Λόγω των διαρκών μετακινήσεων πληθυσμών και της συνεχούς επαφής τα Ελληνικά φύλα σε πολλά σημεία αναμίχθηκαν με άλλα, όπως με Σλαύους και Ασιάτες, με αποτέλεσμα κοινωνίες και άτομα πότε να χρησιμοποιούν την Ελληνική και πότε άλλες σαν μητρικές γλώσσες. Τα ήθη και τα έθιμα, αν και διαφορετικά από περιοχή σε περιοχή, παρουσίασαν μία συνέχεια οφειλόμενη στην διαρκή όσμωση μεταξύ των κοινωνιών. Η αρχαία Ελλάδα όμως, με την οποία το Βυζάντιο έκοψε σταδιακά τους δεσμούς διατηρώντας σαν σύνδεσμο σχεδόν μόνο την Στωική φιλοσοφία, ελάχιστα αποτελούσε ένα χαρακτηριστικό των παραπάνω κοινωνιών οι οποίες εκτός από τα δικά τους πολιτιστικά στοιχεία σχετίζονταν περισσότερο ή λιγότερο με την Ορθοδοξία και με το Ισλάμ. Η απουσία, ή η σχεδόν απουσία από τον Οθωμανικό χώρο της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού συνέχισε να κρατάει τις εκεί κοινότητες σε απόσταση από τον αρχαίο κόσμο. Από όλα αυτά τα μίγματα χαρακτηριστικών το νέο Ελληνικό κράτος έπρεπε να προσδιορίσει τον κοινό παρονομαστή επάνω στον οποίο θα κτιζόνταν η εθνική ταυτότητα. Αυτό δεν ήταν καθόλου εύκολο και πήρε αρκετά χρόνια μέχρι να προσδιοριστούν τα δύο βασικά χαρακτηριστικά: Ορθοδοξία και Ελληνικότητα.

Το χαρακτηριστικό της Ορθοδοξίας είναι αρκετά σαφές, αλλά αυτό της Ελληνικότητας όχι. Έλληνας είναι απλά αυτός που μιλάει Ελληνικά η αυτός που έχει Ελληνική, κλασσική τι άλλο την εποχή εκείνη, παιδεία;  Στον προεπαναστατικό Ελλαδικό χώρο μάλλον με δυσκολία θα εύρισκε κανείς άτομα που θα ικανοποιούσαν το τελευταίο κριτήριο. Επομένως τα βασικά χαρακτηριστικά της ταυτότητας του νεο-Έλληνα κατέληξαν να είναι η ορθόδοξη πίστη και η γνώση και αποδοχή της Ελληνικής γλώσσας. Τα κριτήρια αυτά από μόνα τους είναι πολύ γενικά και πληθυσμοί με διαφορετικά πολιτιστικά χαρακτηριστικά τα ικανοποιούσαν. Γιά να διατηρηθεί η ενότητα λοιπόν της ταυτότητας τα υπόλοιπα πολιτιστικά χαρακτηριστικά των διαφόρων κοινωνιών έπρεπε σταδιακά να υποβαθμιστούν, ενώ παράλληλα έπρεπε να ενισχυθεί αυτό της Ελληνικότητας.

Η Αθήνα απετέλεσε την καλύτερη επιλογή γιά πρωτεύουσα του κράτους, η αναβίωση της αρχαίας μητέρας του πολιτισμού και της επιστήμης θα συνέπιπτε με την αναβίωση του Ελληνικού έθνους. Το εγχείρημα ήταν γιγαντιαίο προωθήθηκε από Ελληνικές και ξένες κυβερνήσεις, αλλά συμμετείχαν σε αυτό κοινωνίες και μεμονωμένοι άνθρωποι από όλα τα μήκη και πλάτη της γης. Χιλιάδες χέρια βυθίστηκαν στα αμέτρητα στρώματα του μεσαιωνικού σκοταδισμού και κατόρθωσαν να ανασύρουν την αρχαία Ελλάδα στην επιφάνεια της Αττικής γής. Αρχαίοι ναοί αναστηλώθηκαν, η Αθήνα γέμισε με νεοκλασσικά κτίρια, η επίσημη γλώσσα του κράτους έγινε η καθαρεύουσα. Η Ελλάδα είχε μία ισχυρή πλέον Ελληνική ταυτότητα. Ή έτσι οι Έλληνες νόμιζαν.

Ο πολιτισμός είναι μία εξελίξιμη ιδιότητα ενός λαού της οποίας η πορεία μέσα στο χρόνο εξαρτάται από την ίδια της την δυναμική, αλλά και από τις δυνάμεις που δέχεται από το εξωτερικό περιβάλλον. Η αδράνεια όμως που παρουσιάζουν οι πολιτισμοί στις αλλαγές της πορείας τους είναι συχνά εντυπωσιακά μεγάλη. Η διαδικασία της αλλαγής και της εξέλιξης ενός κοινωνικού συνόλου ιδιαίτερα σε ένα περιβάλλον όπου η επικοινωνία με άλλα κοινωνικά σύνολα είναι περιορισμένη, όπως πριν την έλευση του ραδιοφώνου και της τηλεόρασης, είναι πολύ αργή. Δεν θα μπορούσαν λοιπόν εύκολα μέσα σε μερικές δεκαετίες να εξαλειφθούν οι πολιτιστικές ιδιαιτερότητες των συνιστωσών κοινωνιών του Ελληνικού έθνους και οι τελευταίες να συνταχθούν μέσα στα αυστηρά πλαίσια της ανασυρθείσας Ελληνικότητας. Αυτό όμως επετεύχθη, σε κάποιο βαθμό, με την επίδραση δύο παραγόντων, της ελεγχόμενης και προσανατολισμένης στον κλασσικισμό παιδείας, η οποία έδρασε στα ανώτερα κυρίως στρώματα και των επεκτατικών - απελευθερωτικών πολέμων του κράτους οι οποίοι συσπείρωσαν τον λαό. Ο λαός όμως του Ελλαδικού χώρου διαστρωματικά στο μεγαλύτερο ποσοστό του μεταπήδησε από μία δεδομένη προεπαναστατική πολιτιστική κατάσταση σε μία νέα με την οποία καμμία εξελικτική σχέση δεν είχε, με άλλα λόγια ο λαός έπρεπε να καλύψει κενά αιώνων μέσα σε μερικές δεκαετίες. Στην προσπάθεια αυτή ισοπεδώθηκαν και απαξιώθηκαν σε επίπεδο κράτους οι πολιτιστικές ιδιαιτερότητες των συνιστωσών κοινωνικών ομάδων, αυτές όμως λόγω της πολιτιστικής αδράνειας συνέχισαν να κινούνται στην προδιαγεγραμμένη από αιώνες τροχιά τους αποκαλύπτοντας ένα χάσμα μεταξύ λαού και κράτους. Ο γλωσσικός διχασμός είναι το εμφανέστερο ίσως, αλλά όχι το μοναδικό στοιχείο αυτού του χάσματος. Το κράτος δεν βοήθησε στην καλλιέργεια των τοπικών πολιτισμών, ενώ η προσφερόμενη στείρα παιδεία δεν είχε αντίκρυσμα στο λαό. Το αποτέλεσμα ήταν η πολιτιστική "τελμάτωση" της Ελλάδας δείγμα της οποίας είναι η μεταπολεμική αναπαραγωγή άψυχων αισθητικά γειτονιών πόλεων απολύτως απομακρυσμένων από την αρχιτεκτονική εξέλιξη καθώς και η σχεδόν παντελής έλλειψη μουσικής αισθητικής των νεο-Ελλήνων. Μετά από πάροδο λοιπόν σχεδόν δύο αιώνων το Ελληνικό κράτος κατόρθωσε με τις εφαρμοζόμενες πολιτικές την δημιουργία μίας εθνικής ταυτότητας η οποία χαρακτηρίζεται από την συμβατική πλέον πίστη  στην Ορθοδοξία και την άνευ άξιου πολιτιστικού περιεχομένου νεο-Ελληνικότητα.

Από τις διάφορες ετερόκλητες συνιστώσες του Νεο-Ελληνικού κράτους αυτή που έχει την μεγαλύτερη απόσταση από τον κοινό μέσο είναι τα Επτάνησα, καθώς αυτά αποτελούν τα μοναδικά μέρη του Ελληνικού χώρου που συμμετείχαν στις μεταμεσαιωνικές πολιτιστικές διεργασίες της Δύσης. Η προσπάθεια εξομοίωσης του Επτανησιακού πολιτισμού με τον στείρο νεο-Ελληνικό είναι η σφοδρώτερη που έχει γίνει στην Ελλάδα και εμφανίζεται σε όλους τους τομείς της ζωής και συγκεκριμένα στης παιδείας - πολιτισμού, στον διοικητικό και στον οικονομικό. Ο τομέας της παιδείας και του πολιτισμού είναι ο πιό σημαντικός και γιά να επιτευχθεί η πολιτιστική αφομοίωση έγιναν προσπάθειες μείωσης του επιπέδου της παρεχόμενης παιδείας στα Επτάνησα με το κλείσιμο, αμέσως μετά την ένωση με τον νόμο ΡΗ του 1865 "Περί διοργανώσεως της Εκπαιδεύσεως κατά την Επτάνησον", αρκετών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, όπως του Αρχοντείου της Παιδείας, της Ιονίου Ακαδημία, του Ιεροσπουδαστηρίου της Κέρκυρας, του Γυμνασίου της Κέρκυρας, των Λυκείων Κέρκυρας, Κεφαλληνίας, Ζακύνθου, Λευκάδας, Ιθάκης, Παξών και Κυθήρων. Στον τομέα της δημόσιας διοίκησης τα Επτάνησα υπήχθησαν σαν νομοί σε κατά καιρούς στεριανές διοικήσεις, ακόμη όμως και μετά την δημιουργία της Περιφέρειας Ιονίων Νήσων οι διαρκείς καταργήσεις δημοσίων υπηρεσιών τα έθεσαν σε άμεση διοικητική εξάρτηση από άλλες περιφέρειες. Στον τομέα της οικονομίας τα Επτάνησα αντιμετωπίζονται διαφορετικά από τις υπόλοιπες νησιωτικές περιφέρειες ως προς την φορολογία και τις επιδοτήσεις ενώ σημαντικά αναπτυξιακά έργα απουσιάζουν.

Η προσπάθεια εξομοίωσης των Επτανήσων με τις υπόλοιπες περιοχές της Ελλάδας έχει επιτύχει σε απτά καθημερινά θέματα, όπως στην ομιλούμενη γλώσσα. Δεν έχει κατορθώσει όμως να αλλάξει σημαντικά την ψυχοσύνθεση των ατόμων η οποία εκφράζεται με τις τέχνες και την γενικότερη προσέγγιση στην ζωή. Οι Επτανήσιοι, αλλά και οι Ελλαδίτες αναγνωρίζουν, αν όχι στο συνειδητό σίγουρα στο υποσυνείδητο, την απόσταση - χάσμα που συνεχίζει να τους διαχωρίζει. Η συστηματική με μειονεκτική χροιά μεταχείριση των Επτανήσων από την Ελληνική πολιτεία δεν αποτελεί παρά αποτέλεσμα του παραπάνω χάσματος και ταυτόχρονα απόδειξη της ύπαρξής του.

Ο Επτανησιακός πολιτισμός θα μπορούσε να είναι το όχημα γιά τους Ελλαδίτες προς την κατανόηση του Δυτικού πολιτισμού και ανάλογα οι Ελλαδικοί πολιτισμοί θα μπορούσαν να είναι τα οχήματα γιά τους Επτανήσιους, αλλά και γιά τους Δυτικο-Ευρωπαίους προς την κατανόηση Βαλκανικών, αλλά και ανατολικών πολιτισμών. Η ύπαρξη διαφορετικών πολιτισμών σε ένα κράτος είναι ευλογία καθώς η επαφή μεταξύ τους και η συνεπακόλουθη ανταλλαγή στοιχείων φέρνει εξέλιξη. Αντίθετα η πολιτική της πολιτιστικής ισοπέδωσης ή οποία ίσως εξυπηρέτησε γιά κάποια χρόνια την συνοχή, αλλά και την επέκταση του Ελληνικού κράτους, το στέρησε από μεγάλο μέρος του πολιτιστικού πλούτου του. Ο κοινός παρονομαστής που απέμεινε είναι πολύ φτωχός πλέον γιά να στηρίξει την εξέλιξη και την προσαρμογή του κράτους στις διαρκώς διαφοροποιούμενες διεθνώς πολιτιστικές, πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες.

Το ζητούμενο είναι πλέον τι μπορεί να γίνει από την πλευρά των Επτανησίων γιά την αντιστροφή του κλίματος απαξίωσης των Επτανήσων από την Ελληνική πολιτεία, αλλά και γιά την έξοδο της Ελλάδας από το πολιτιστικό τέλμα. Δυστυχώς η διαχρονική πολιτική εξομοίωσης του Επτανησιακού πολιτισμού με τον Ελλαδικό αποτελεί, όπως προκύπτει από την παραπάνω ανάλυση, αποτέλεσμα ενός δόγματος (κοινή ταυτότητα - πολιτιστική ομοιομορφία) - δομικού στοιχείου της βάσης του νέου Ελληνικού κράτους. Γιά να αλλάξει η πολιτική εξομοίωσης πρέπει να γίνει αλλαγή του παραπάνω δόγματος, δηλαδή πρέπει να αναθεωρηθούν τα δομικά στοιχεία της βάσης του νέου Ελληνικού κράτους. Κάτι τέτοιο είναι εντυπωσιακά δύσκολο να συμβεί γιατί προϋποθέτει κατ'αρχάς αναγνώριση του προβλήματος από την Ελληνική κοινωνία, η οποία καθεύδει και κατόπι πραγματοποίηση επίπονων ενεργειών γιά την επίλυσή του. Οι Επτανήσιοι λοιπόν έχουν δύο επιλογές: (α) να μείνουν άπρακτοι περιμένοντας σαν από μηχανής θεό μία εξωτερική θετική γιά τα Επτάνησα παρέμβαση στα του Ελληνικού κράτους ή (β) να επαναπροσδιορίσουν την σχέση των Επτανήσων με το Ελληνικό κράτος ώστε αυτά μέσω μίας ειδικής σχέσης αυτονομίας να μπορούν να καθορίζουν τις πολιτικές τους. Το τελευταίο θα μπορούσε να έχει σαν αποτέλεσμα την γενικότερη αναβάθμιση του Επτανησιακού χώρου και κατά συνέπεια του Ελληνικού.

Γιάννης Βραδής
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Purdue, ΗΠΑ
http://ionianislandsvision2020.blogspot.gr/