Σύμφωνα με στατιστικά στοιχεία της Παγκόσμιας Τράπεζας η Ελλάδα (προς το παρόν) συγκαταλέγεται στη λίστα των 40 πιο αναπτυγμένων κρατών του κόσμου. Ωστόσο μέσα σε αυτή τη λίστα οι αρνητικές πρωτιές που λαμβάνει είναι τόσες που την τοποθετούν στον πάτο της. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι αυτό του επιτοκίου του 10ετούς κρατικού ομολόγου το οποίο κυμαίνεται στο 11,40%.
Το ποσοστό αυτό είναι το δεύτερο υψηλότερο στη λίστα των 40 πιο αναπτυγμένων κρατών και βρίσκεται πίσω μόνο από το 13,83% του Πακιστάν. Η Ινδία δανείζεται στο 10ετή ορίζοντα με 8,13% και η Νότια Αφρική με 7,93%. Το επιτόκιο του 10ετούς ομολόγου του Περού είναι 5,52%, της Βραζιλίας 3,60% και της Ταϊλάνδης 3,20%. Γερμανία, Χόνγκ Κόνγκ, Σιγκαπούρη, Ελβετία και Ιαπωνία συμπληρώνουν το τοπ 5 των κρατών με το χαμηλότερο επιτόκιο κρατικού δανεισμού στον κόσμο που κυμαίνεται από 0,90% μέχρι 2,40%. .
Το τρέχον κόστος δανεισμού της Ελλάδας είναι το υψηλότερο τουλάχιστον από το 1997 αλλά στα τέλη της δεκαετίας του 80’ η Ελλάδα έφτασε να δανείζεται με επιτόκια ακόμη και πάνω από το 20% (στοιχεία του ΔΝΤ) γεγονός που αύξησε δραματικά το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους της στα επόμενα χρόνια κάτι το οποίο πληρώνουμε μέχρι σήμερα. Και αν και συμφωνώ με τη γενική άποψη ότι δεν πρέπει να δίνεται κανένα άλλοθι στις ελληνικές κυβερνήσεις για τη χρηματοπιστωτική πολιτική τους ή την παντελή έλλειψη αυτής, ωστόσο, δε μπορώ να διαφωνήσω και με την άποψη ότι τα επιτόκια σε αυτά τα επίπεδα είναι περισσότερο κερδοσκοπικά παρά βοηθητικά της ανάπτυξης και της ευημερίας ενός κράτους.
Το πρόβλημα, όμως, των κερδοσκοπικών επιτοκίων δανεισμού που ταλανίζουν την Ελλάδα δεν είναι πρόσφατο και αυτή τη φορά δεν αναφέρομαι στα ‘δάνεια’ του 1821 αλλά σε δάνεια που πηγαίνουν πολλά χρόνια πιο πίσω και για την ακρίβεια περισσότερο από 2,500. Στην αρχαία Αθήνα η μάστιγα των υπερχρεώσεων από κερδοσκόπους (όχι Αθηναίους) τοκογλύφους προκάλεσε τόσο βαθιά πληγή στην κοινωνία και ιδιαίτερα στους έχοντες χαμηλά εισοδήματα που προκάλεσε την παρέμβαση του σοφού νομοθέτη Σόλωνα ο οποίος έλαβε νομικά μέτρα τέτοια που οδήγησαν τα επιτόκια σε θεαματική πτώση, φέρνοντας τα στα επίπεδα του 10-12%.
Παρόλα αυτά οι Έλληνες ποτέ δεν ξεπέρασαν την αρνητική τους άποψη για τα κερδοσκοπικά δάνεια και ήταν ο Αριστοτέλης ο πρώτος που είπε ότι το χρήμα δεν αναπαράγεται από τη φύση όπως τα σιτηρά ή τα ζώα και έτσι είναι κόντρα στους νόμους της φύσης να τοκίζεται. (Βέβαια, δε μπορούμε να γνωρίζουμε ποια θα ήταν η άποψη του Αριστοτέλη αν μάθαινε για το κλασματικό τραπεζικό σύστημα που επιτρέπει την αναπαραγωγή του χρήματος και μάλιστα πολύ πιο εύκολα από τα σιτηρά ή τα ζώα). Γι’ αυτό το λόγο πολέμησαν την τοκογλυφία και προσπάθησαν να την καταργήσουν οριστικά χωρίς, ωστόσο, να το πετύχουν, τουλάχιστον όχι για πολύ.
Μετά τα παραπάνω είναι εύλογο το ερώτημα πώς είναι δυνατόν εμείς να ξεφύγουμε από τους κερδοσκόπους δανειστές όταν ούτε οι αρχαίοι πρόγονοι μας που έλυσαν μερικά από τα σημαντικότερα προβλήματα των μαθηματικών, της φιλοσοφίας, της πολιτικής κ.α. δε κατάφεραν να τους αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά. Ίσως αυτός, ωστόσο, να είναι ένας λόγος που θα έπρεπε να μας κάνει δέκα φορές πιο καχύποπτους και πιο προσεκτικούς κάθε φορά που στρεφόμαστε σε δανειστές για να χρηματοδοτήσουμε το μέλλον της χώρας μας. Και ίσως αυτός να είναι και ένας λόγος που πρέπει να μας κάνει να ξανασκεφτούμε πόσο λογικό ακούγεται να περιμένουμε από τους δανειστές μας να μας υποδείξουν ποιο είναι το συμφέρον μας και πόσο μάλλον να τους έχουμε παραχωρήσει το δικαίωμα να ασκούν την οικονομική πολιτική της χώρας μας. Τί θα έλεγε άραγε ο Αριστοτέλης γι’ αυτό;
Πάνος Παναγιώτου
χρηματιστηριακός τεχνικός αναλυτής
διευθυντής GSTA/EKTA
Πηγή: Σοφοκλέους 10