Την ώρα που οι ελεγκτές της τρόικας βρίσκονται στην Αθήνα και, όπως και αν μετρούν, διαπιστώνουν ότι το ελληνικό πρόγραμμα δεν βγαίνει, το ιερατείο της ΕΚΤ βρίσκεται στη Φινλανδία, για μία από τις δύο συνεδριάσεις του ετησίως που διεξάγονται εκτός του πύργου της Φραγκφούρτης, και ετοιμάζεται να αναγγείλει αύριο πώς θα ρίξει νέα βάρη στις υπερχρεωμένες χώρες της ευρωπαϊκής περιφέρειας, με νέες αυξήσεις επιτοκίων που οδηγούν με βεβαιότητα το ελληνικό «σκάφος» στα... βράχια!
Αποδεικνύοντας άλλη μια φορά ότι είναι αποτελεσματικοί μαχητές του πληθωρισμού, ακόμη και αν ο πληθωρισμός είναι το τελευταίο που θα έπρεπε να απασχολεί την Ευρώπη αυτή την περίοδο, οι κεντρικοί τραπεζίτες αναμένεται να προαναγγείλουν, δια στόματος του Ζαν Κλωντ Τρισέ, ότι μέσα στον Ιούνιο, ή το αργότερο τον Ιούλιο, θα προχωρήσουν σε νέα αύξηση του βασικού επιτοκίου.
Ήδη στις αρχές του προηγούμενου μήνα έγινε η πρώτη αύξηση επιτοκίου από την ΕΚΤ, από το 1% στο 1,25%, και έχουν σειρά, σύμφωνα με τους αναλυτές, άλλες δύο αυξήσεις εντός του έτους, η πρώτη το καλοκαίρι, η δεύτερη πιθανότατα το φθινόπωρο. Με τη θερινή αύξηση το επιτόκιο θα ανεβεί στο 1,50% και με τη φθινοπωρινή στο 1,75%, δηλαδή μέσα σε ένα εξάμηνο, σε μια Ευρώπη που πνίγεται από τα χρέη και ουδείς γνωρίζει πόσους «σκελετούς» πραγματικά κρύβουν οι τράπεζες στα χαρτοφυλάκιά τους, η ΕΚΤ ετοιμάζεται να αυξήσει κατά 75% το κόστος του χρήματος μέσα σε ένα εξάμηνο.
Οι αυξήσεις επιτοκίων θα είναι εξαιρετικά επώδυνες για τις ασθενείς οικονομίες της ευρωπαϊκής περιφέρειας (Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία), που αντιμετωπίζουν ένα επικίνδυνο «κοκτέιλ» κρίσης χρέους και ύφεσης. «Η ΕΚΤ θάβει τις ασθενείς οικονομίες με τις αυξήσεις επιτοκίων», ήταν ο τίτλος πρόσφατου σχετικού δημοσιεύματος του πρακτορείου “Bloomberg”, το οποίο απηχεί τις σοβαρές ανησυχίες των αναλυτών για τις βαρύτατες παρενέργειες της αύξησης του κόστους του χρήματος για οικονομίες, όπως η ελληνική, που βρίσκονται αντιμέτωπες με τεράστια χρέη και οικονομική καθίζηση.
Ιδιαίτερα για την Ελλάδα, που είναι ο πιο αδύναμος κρίκος στην αλυσίδα της ευρωζώνης, οι αναλυτές βλέπουν ότι οι παρενέργειες της αύξησης επιτοκίων θα είναι εξαιρετικά επικίνδυνες. Ο υπουργός Οικονομικών, σχολιάζοντας στους “FinancialTimes” το θέμα προ διμήνου άφησε σαφώς να εννοηθεί, ότι η Ελλάδα δεν αντέχει μεγάλες αυξήσεις επιτοκίων. «Δεν πιστεύω ότι μια μικρή αύξηση θα δημιουργούσε σοβαρό πρόβλημα», είπε ο κ. Παπακωνσταντίνου, αποφεύγοντας να σχολιάσει την κυρίαρχη πρόβλεψη των αναλυτών, για τρεις «τσουχτερές» δόσεις αυξήσεων.
Τι πραγματικά θα συμβεί στην Ελλάδα, όμως, όταν ολοκληρωθεί αυτός ο γύρος «σφιξίματος» της νομισματικής πολιτικής;
n Η πρώτη και σοβαρότερη παρενέργεια θα εκδηλωθεί στο κόστος εξυπηρέτησης του τεράστιου δημόσιου χρέους της χώρας, που ήδη προσεγγίζει το 150% του ΑΕΠ, αφήνοντας την κυβέρνηση να διαχειριστεί ένα ετήσιο κόστος εξυπηρέτησης που ξεπερνά το 15% του ΑΕΠ και είναι τριπλάσιο από το αντίστοιχο της Γερμανίας. Πρέπει να σημειωθεί, ότι ακόμη και το κόστος δανεισμού της Ελλάδας με το «πακέτο» στήριξης των 110 δις. ευρώ δεν είναι σταθερό, αλλά έχει ως βάση το κυμαινόμενο διατραπεζικό επιτόκιο της ευρωζώνης (Euribor), το οποίο επηρεάζεται ευθέως από το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ. Επιπλέον, ακόμη και όσο η Ελλάδα παραμένει αποκλεισμένη από την αγορά ομολόγων και, ως εκ τούτου «προστατευμένη» από τις αυξήσεις επιτοκίου της ΕΚΤ, δεν παύει να εκδίδει έντοκα γραμμάτια για τη χρηματοδότηση των τρεχόντων ελλειμμάτων, τα επιτόκια των οποίων είναι σήμερα υπερδεκαπλάσια (!) των αντίστοιχων γερμανικών και επηρεάζονται ευθέως από το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ και τις διακυμάνσεις των διατραπεζικών επιτοκίων.
n Αναλυτές της CreditSuisse επιχείρησαν πρόσφατα να προσεγγίσουν τα πρόσθετα κόστη που θα δημιουργήσουν στο Δημόσιο οι αυξήσεις των ευρωπαϊκών επιτοκίων κατά 0,75% φέτος. Και κατέληξαν στην εκτίμηση, ότι το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους θα αυξηθεί κατά 1,6% του ΑΕΠ σε ετήσια βάση από το 2012 και μετά, δηλαδή θα ανοίξει μια νέα «τρύπα» 3,7 δις. ευρώ στον κρατικό προϋπολογισμό. Μια «τρύπα», που δεν έχει προβλεφθεί πώς θα καλυφθεί, ενώ η κυβέρνηση ήδη λαμβάνει πρόσθετα μέτρα για να καλύψει τις «τρύπες» του φετινού προϋπολογισμού και μέτρα με στόχο εξοικονόμηση άλλων 23 δις. ευρώ τουλάχιστον για την περίοδο μέχρι και το 2015. Προφανές είναι, ότι μια τόσο σημαντική αύξηση στο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους θα είναι πολύ δύσκολο, αν όχι αδύνατο, να καλυφθεί με πρόσθετα μέτρα, γι’ αυτό και πολλοί αναλυτές θεωρούν ότι με την πιο «σφιχτή» νομισματική πολιτική της ΕΚΤ το ελληνικό οικονομικό πρόγραμμα του μνημονίου απειλείται με οριστικό εκτροχιασμό.
n Οι συνέπειες της αύξησης των επιτοκίων θα μεταφερθούν και στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας, που κατά κύριο λόγο εξυπηρετεί δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου (στεγαστικά, καταναλωτικά και επιχειρηματικά). Για παράδειγμα, σε ένα στεγαστικό δάνειο 100.000 ευρώ με κυμαινόμενο επιτόκιο με βάση το Euribor και διάρκεια 20 ετών, η μηνιαία δόση αυξάνεται περισσότερο από 50 ευρώ σε κάθε «τσίμπημα» του επιτοκίου κατά 0,25%. Σε μια περίοδο, όπου ο ιδιωτικός τομέας της οικονομίας δυσκολεύεται ακόμη και με τα σημερινά επίπεδα επιτοκίων να εξυπηρετήσει τις υποχρεώσεις του στις τράπεζες, με αποτέλεσμα να έχουν αυξηθεί επικίνδυνα τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, μια επιπλέον σημαντική αύξηση του κόστους δανεισμού μπορεί να αποτελέσει τη «χαριστική βολή» στην οικονομική κατάσταση νοικοκυριών και επιχειρήσεων.
n Για τις ίδιες τις τράπεζες, η αύξηση επιτοκίων από την ΕΚΤ οδηγεί σε μια μεγάλη «αφαίμαξη», ακριβώς την ώρα που το τραπεζικό σύστημα έχει περάσει από τα μεγάλα κέρδη του παρελθόντος σε ζημιές. Το έλλειμμα ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών καλύπτεται με χρηματοδοτήσεις από την ΕΚΤ, της τάξεως των 90 δις. ευρώ. Κάθε αύξηση του βασικού επιτοκίου κατά 0,25% αυξάνει περισσότερο από 200 εκατ. ευρώ τις πληρωμές τόκων από τις τράπεζες στην ΕΚΤ, ανοίγοντας άλλη μια «τρύπα» στα οικονομικά αποτελέσματα των τραπεζών και επιτείνοντας τη χρηματοδοτική «ασφυξία» της ελληνικής οικονομίας.
n Ενόψει της αύξησης των επιτοκίων του ευρώ, που ανοίγει την ψαλίδα επιτοκίων σε σχέση με τα σχεδόν μηδενικά (0,25%) επιτόκια του δολαρίου, η αγορά συναλλάγματος ανεβάζει τις διεθνείς ισοτιμίες του ευρώ, που ήδη έχει πλησιάσει το 1,5 δολ. Το όλο και πιο «σκληρό» ευρώ εξαφανίζει ένα σημαντικό μέρος από τα (όποια) κέρδη ανταγωνιστικότητας εγγράφει η ελληνική οικονομία, με τις μεγάλες μειώσεις των μισθών, στο πλαίσιο μιας πολιτικής εσωτερικής υποτίμησης. Ο τουρισμός, η ναυτιλία και οι εξαγωγικές επιχειρήσεις δυσκολεύονται ακόμη περισσότερο να απευθυνθούν στις εκτός ευρωζώνης αγορές και η οικονομική ανάκαμψη καθυστερεί ακόμη περισσότερο, κάνοντας ακόμη πιεστικότερη την κρίση χρέους.
Όλα αυτά δεν απασχολούν ιδιαίτερα την ΕΚΤ, που αφήνει τους πολιτικούς να «βγάλουν το φίδι από την τρύπα» στις ασθενείς και υπερχρεωμένες οικονομίες της ευρωζώνης. Η ΕΚΤ προσανατολίζει πλέον εμφανέστερα από ποτέ τη νομισματική της πολιτική στις ανάγκες του πλούσιου Βορρά και δη της Γερμανίας, που παρουσιάζει ισχυρό ρυθμό ανάπτυξης αυτή την περίοδο, με πληθωρισμό σταθερά πάνω από το 2%. Και η ΕΚΤ δεν ενδιαφέρεται σε αυτή τη φάση αν το φάρμακο για την Γερμανία αποδειχθεί τοξικό για την Ελλάδα...
ΠΗΓΗ: Banknews.gr