Πρώτα απ’ όλα, δεν θάρθουν, γιατί αυτά τα πράγματα είναι δύσκολα. Θέλουν κόπο και θυσίες, που οι «επαναστάτες» δεν είναι διατεθειμένοι να κάμουν.
Δεύτερο, γιατί τα μυαλά είναι καμένα από το σύνολο των παραδειγμάτων και υποδείξεων, που εμφανίζονται ως δρόμοι επανάστασης και απελευθέρωσης.
Μπαίνουμε στον έκτο χρόνο της ολιγαρχικής τραπεζικής κυριαρχίας κι ενώ ο λαός έχει δείξει, ποικιλοτρόπως, την αντίθεση του σε όσα ζει, μια συγκροτημένη δύναμη αντίστασης και ανατροπής, που να είναι απειλητική στο κατοχικό καθεστώς δεν έχει εμφανιστεί. Με διάφορους τρόπους, ένα 60-70% του πληθυσμού έχει εκφράσει την αντίθεση του και ο καθένας ή η κάθε μικροομάδα δείχνουν κι από ένα δικό τους ορθό δρόμο και, αναπαράγοντας τη διαίρεση, σκορπούν σύγχυση και καλλιεργούν απογοήτευση.
Οι περιουσίες θα απαλλοτριωθούν, οι εισφορές και οι φόροι θα αυξηθούν, οι μισθοί και οι συντάξεις θα μειωθούν κι άλλο, η ανεργία θα είναι καθεστώς και, πέρα από ασύνδετες και σπασμωδικές αντιδράσεις, ουδέν θα συμβεί.
Θα αναδειχθεί ξανά, ως «λύση», η εναπόθεση ελπίδων, σε ψεύτικους κοινοβουλευτικούς αντιστασιακούς αριστεράς και δεξιάς, η οποίοι, απλώς, θα συνεχίσουν την πολιτική όλων όσων, ως τώρα, κυβέρνησαν, κομίζοντας «ελπίδα». Το πολιτικό εμπόριο ελπίδων θα συνεχιστεί, σε συνεννόηση και σε απόλυτο συντονισμό με τη διαδικασία απαλλοτρίωσης της ζωής μας.
Ο λόγος που δεν θα συμβεί τίποτα είναι γιατί οι κατέχοντες μια κάποια γνώση δεν έχουν και την απάντηση. Η πολιτική, κοινωνική και οικονομική γνώση αντλείται από το μαγγανοπήγαδο των ιδεών του κυρίαρχου δυτικού παραδείγματος, συνοδεύεται από πιστές αντιγραφές τρόπων και μεθόδων και την άκριτη εμφύτευση τους στον δικό μας τόπο και χρόνο.
Ασυνείδητα, η γνώση μετατρέπεται σε πίστη και θρησκεία. Και στις πολιτικές παρέες, εκεί που όλοι νομίζουν ότι ανακάλυψαν τον τροχό, αν πεις ότι κάνουν ριζικό λάθος, θα σε αντιμετωπίσουν ως εξωγήινο. Θα ακούσουν μια γλώσσα ακαταλαβίστικη κι ας είναι η ίδια γλώσσα. Το χειρότερο είναι ότι όλα αυτά συμβαίνουν στον κόσμο που έχει συνειδητοποιήσει ότι η αλλαγή είναι στο δικό του χέρι και προσπαθεί να οργανωθεί. Πρόκειται για τους κόσμους των αυτόνομων, των αντιεξουσιαστών και της δημοκρατίας. Για τους άλλους, που αναζητούν και συντάσσονται με πολιτικούς μεσσίες, δεν έχω να πω κάτι.
Ας δούμε, με δύο παραδείγματα, πάνω σε τι σκοντάφτουν.
1. Το φθινόπωρο που πέρασε ξεκίνησε μια πρωτοβουλία για τη δημιουργία ενός «Ολοκληρωμένου Συνεταιρισμού» στην Αθήνα. Είχαν για πρότυπο τον «Ολοκληρωμένο Συνεταιρισμό της Καταλονίας» και, από το σχέδιο διακήρυξης, «οι όροι που τίθενται για τη λειτουργία αυτού του χώρου είναι όροι άμεσης δημοκρατίας, ανοιχτότητας και ταυτόχρονα ευθύνης του κάθε ατόμου και της κάθε συλλογικότητας. Η ανοιχτότητα έχει να κάνει με την ελεύθερη συμμετοχή των ανθρώπων σε αυτό το δημόσιο χώρο, που δημιουργείται από τους παραγωγούς, από τους παρόχους υπηρεσιών και από αυτούς που χρησιμοποιούν αυτά τα αγαθά». Το πλαίσιο θα το χαρακτηρίζαμε εξαιρετικό και προς τη σωστή κατεύθυνση, αλλά η λογοτεχνία του δεν βοηθά τους σκοπούς και κρύβει πίσω της μια ιδεολογική εξάρτηση. Στις αμέσως επόμενες παραγράφους, η ανοιχτότητα ακυρώνεται, με φράσεις, όπως «Ο Συνεταιρισμός είναι ένα κινηματικό εργαλείο αντιεξουσίας». Δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με τη φράση που ακολουθεί και διευκρινίζει την αντιεξουσία: «μέσα από την αυτο-διαχείριση, την αυτο-οργάνωση και την άμεση δημοκρατία, θα βοηθήσει να ξεπεραστεί η εξάρτηση από τις δομές του συστήματος, προς την κατεύθυνση της ελευθερίας, της επίγνωσης, όπου ο καθένας θα μπορεί να λειτουργήσει υπό ίσους όρους και ίσες ευκαιρίες». Η ζημιά, όμως, έχει γίνει –η «αντιεξουσία» παραπέμπει σε συγκεκριμένο πολιτικό χώρο. Επιπλέον, κι εμείς, στα δικά μας μέρη, είμαστε υπέρ της αυτοοργάνωσης, της αυτοδιαχείρισης και της δημοκρατίας και θεωρούμε τη φοροδιαφυγή, το λαθρεμπόριο και την παράκαμψη των κατοχικών νόμων, αναγκαίο τρόπο επιβίωσης, αλλά δεν καθιστούμε την «πολιτική και φορολογική ανυπακοή» προϋπόθεση συμμετοχής και καταστατικό σκοπό. Η ανυπακοή είναι ανάγκη και μέσο, αλλά, ως πολιτικός σκοπός ή προαπαιτούμενο, είναι για τα παλικάρια –για όσους είναι έτοιμοι να αντέξουν το τίμημα της απαλλοτρίωσης και της τιμωρίας, ως ποινή της ανυπακοής. Η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού δεν πληρώνει, γιατί δεν μπορεί κι όχι γιατί δεν θέλει. Και η υπερχρέωση είναι επιλογή του ολιγαρχικού καθεστώτος, για να δημιουργήσει κατάσταση φεουδαρχίας και δουλοπαροικίας. Μακάρι, να υπήρχε γενικευμένη και συνειδητή ανυπακοή, αλλά αυτό δεν συμβαίνει και δεν θα είμαστε εμείς που θα προσθέσουμε έναν ακόμα διαχωρισμό- αυτόν του «παλικάρια ή δούλοι». Δεν βλέπουμε γύρω μας, πληθώρα ηρώων ή αντιεξουσιαστών και το εγχείρημα, παρά τις γραπτές προθέσεις, απειλείται με περιχαράκωση. Οι πρωτεργάτες δεν μπορούν να ξεφύγουν από το δικό τους ιδεολογικό χώρο και να γίνουν, πραγματικά, ανοιχτοί. Ακόμα και η σχεδόν πιστή μεταφορά στα δικά μας της εμπειρίας της Cooperativa Integral Catalana αγνοεί διαφορές τόπου, ιστορικών και κοινωνικών δεδομένων.
Θα αρκούσε μια πρόσκληση προς όλους όσους νιώθουν ότι η κοινωνική εμπιστοσύνη, ο σεβασμός και η συμπάθεια προς τον διπλανό του είναι η βάση για κάθε κοινότητα ανθρώπων, που θέλει να ζήσει λεύτερα και όμορφα. Τέτοιου είδους πρόσκληση είναι ανοιχτή σε πολύ περισσότερους και, εξ ορισμού, θέτει απέναντι της τον κυρίαρχο ατομικισμό, αποκλείοντας όσους θα προσπαθήσουν να προσέλθουν σε δημοκρατική διαδικασία, με αποκλειστικό σκοπό τον προσπορισμό ίδιου οφέλους.
2. Στον κόσμο των δημοκρατών, που επιμένουν να αυτοαποκαλούνται «αμεσοδημοκράτες», λες και υπάρχουν πολλά είδη δημοκρατίας-, κυκλοφορεί, επίσης, πληθώρα διακηρύξεων, οι οποίες προσπαθούν να αντιπαρατεθούν στα παγκοσμιοποιημένα ιδεολογήματα και να ορίσουν το δικό τους πολιτικό – δημοκρατικό πλαίσιο. Αυτοί, όπως και πολλοί άλλοι πολιτικοί χώροι, αγνοούν -και θα τους ξαφνιάσει τούτη η γραφή- ότι οι διακηρύξεις έχουν για ρίζα τους τις «Ομολογίες Πίστεως», όταν η εκκλησία από υπαρκτικό γεγονός και από, πολιτικά, πολιτισμικά και ιστορικά, απτό παράδειγμα, άρχισε να μετατρέπεται σε χρηστικό εργαλείο κοσμικών και θρησκευτικών εξουσιών. Στις εποχές που καθιέρωσαν την Εκκλησία του Δήμου, ως πολιτειακό θεσμό, δεν προηγήθηκαν διακηρύξεις. Αυτή προέκυψε από αντιπαραθέσεις, συγκρούσεις και στάσεις αιώνων, ανάμεσα στο πλήθος και την Ολιγαρχία, για το ποιος πρέπει να αποφασίζει. Του αθηναϊκού 461 π.Χ., όταν και ολοκληρώθηκε η πολιτική κυριαρχία του δήμου, δεν προηγήθηκαν θεωρητικοί, θεωρίες και διακηρύξεις. Κατέληξαν στη δημοκρατία, μέσα από πληθώρα διεργασιών, ατομικών και συλλογικών πράξεων και υπαρκτών γεγονότων. Στη γλώσσα της πρώτης χριστιανικής Εκκλησίας η λέξη «ομολογία» σήμαινε τη δημόσια διακήρυξη μιας εμπειρικής πιστοποίησης, την κατάθεση μαρτυρίας για βεβαιότητες που προκύπτουν από άμεση βίωση μιας προσωπικής σχέσης. Γίνονταν, με πράξη θυσιαστική, ομολογητές και μάρτυρες της εμπιστοσύνης - πίστης τους στο ευαγγέλιο του Χριστού και αυτή η εμπιστοσύνη δεν ήταν δυνατή παρά μόνο ως συνάρτηση προσωπικής σχέσης και δεν μπορούσε να διακηρυχθεί, δίχως πράξη. Όταν η ομολογία έπαψε να συνοδεύεται από έμπρακτη μαρτυρία και η πίστη απομακρύνθηκε από το βίωμα, όταν δηλαδή η πίστη – εμπιστοσύνη, από βιωματικό γεγονός σχέσης εκκλησιαζομένων ανθρώπων, μεταξύ τους και με το Θεό, μετετράπη σε ατομική παραδοχή θεωρητικών –νοητικών διατυπώσεων (συνώνυμων με την πεποίθηση και την ψυχολογική βεβαιότητα). Τότε, η Ομολογία παρέμεινε μεν μια δημόσια διακήρυξη, αλλά όχι εμπειρικών πιστοποιήσεων. Ήταν αρκετή η προφορική διακήρυξη ατομικής παραδοχής «αρχών» ή «θέσεων» κι άρχισε να εγκαταλείπεται η βιωματική μαρτυρία – απόδειξη – διακήρυξη. Ο λόγος υποσκέλισε το έργο. Έτσι η ομολογία έγινε «επίσημος έκθεσις των υπό τινος παραδεγμένων δογμάτων της θρησκευτικής ή γενικότερον ιδεολογικής πίστεως αυτού» (Λεξικό Δημητράκου: ομολογία). Ακόμα και όταν η κωδικοποίηση των ομολογιών πίστης πέρασε στα χέρια των Επισκόπων και των Αυτοκρατόρων, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι εξακολουθούσαν να λειτουργούν ως όρος κι όχι ως υποκατάστατο εμπειρίας. «Λειτουργούσε η ομολογία ως σύμβολο πίστεως: αφορμή που συν-βάλλει, βάζει μαζί, συντονίζει τις προσωπικές προσβάσεις στο κοινό άθλημα της εκκλησιαστικής εμπειρίας, χωρίς να αυτονομείται η σημαίνουσα αφορμή από τη σημαινόμενη (και προϋποτιθέμενη) εμπειρία» (Χρ. Γιανναράς, “Ενάντια στη θρησκεία”). Βεβαίως, οι ομολογίες πίστης δεν υπήρχαν μόνο για να ενώσουν, κάτω από συγκεκριμένους όρους, το πλήρωμα της εκκλησίας. Οι ομολογίες πίστης, όπως και οι σημερινές διακηρύξεις, υπάρχουν για να βάλουν διαχωριστικές γραμμές ανάμεσα σε "ορθόδοξους" και "αιρετικούς". Τα χρόνια, όμως, πέρασαν και η ψυχολογική ανάγκη για ορμέμφυτες – ενστικτώδεις - θρησκευτικές βεβαιότητες αποδέσμευσε τη χρήση όρων και συμβόλων κοινής εμπειρίας από την κοινή ή ατομική εμπειρία- πράξη. Ό, τι έπαθαν τα ευαγγέλια έπαθε ο Μαρξ και τόσοι άλλοι. Οι θρησκευτικά προσηλωμένοι σε δογματικές αρχές, επικαλούνται εδάφια των πατέρων, για να υπερασπιστούν τωρινές πεποιθήσεις, παρακάμπτοντας τις όποιες αλλαγές στην εμπειρία, στο βίωμα, στον τόπο και στο χρόνο. Ο Χριστός, όπως και ο Μαρξ, απαντούσαν στα προβλήματα της εποχής τους, προσβλέποντας στο μέλλον και σε μια αιώνια ειρηνική ζωή, αλλά αντί για εκκλησίες και κομμούνες(κοινότητες), οι επίγονοι δημιούργησαν εξουσίες και θρησκείες. Και, ειδικά, για το χώρο της πολιτικής δημοκρατίας, οι μαθητές έγιναν οπαδοί που επικαλούνται εδάφια του Καστοριάδη, αν και ο φιλόσοφος της αυτονομίας ικέτευε να μη χρησιμοποιηθούν τα γραπτά του, με αυτόν τον τρόπο.
Από τη φύση τους, οι διακηρύξεις, δεν μπορούν ούτε να ενώσουν, ούτε να οδηγήσουν σε λύσεις, γιατί θέτουν πλαίσια, που αφήνουν πάντα κάποιους απ' έξω. Επιδιώκοντας ομοιογένεια και καθολική επέκταση, προωθούν τον ολοκληρωτισμό κι έχουν σαν συνέπεια την υποτίμηση της άλλη άποψης. Μπορεί αυτή να μην είναι η πρόθεση, όμως, αυτή είναι, μέχρι σήμερα, η επικρατούσα παρενέργεια. Επιπλέον, δεν είναι απόρροια συλλογικών κοινωνικών γεγονότων, αλλά επιθυμίες και οράματα μιας ομάδας ανθρώπων. Οι διακηρύξεις είναι αδύνατον να αντέξουν απείραχτες και ατόφιες σε ελεύθερες διεργασίες, αν δεν συνοδεύονται από ολοκληρωτικές πραχτικές. Όση διακήρυξη ελευθερίας και αν περιέχουν, η απαίτηση ομοιότητας οδηγεί σε αποκλεισμούς και στη χειρότερη περίπτωση, σε βία. Στην καλύτερη περίπτωση, η διακήρυξη μπορεί να είναι μια χαλαρή περιγραφή, που αποδέχεται να λάβει μορφή, όταν σμιλεύεται στην πράξη, από πολλούς ανθρώπους, συγκροτημένους σε κατά τόπους κοινότητες, αποφασισμένους να συμπράξουν, παρά τις διαφορές που θα προκύψουν, με άλλες αντίστοιχες προσπάθειες. Το ενοποιητικό στοιχείο είναι το ζητούμενο.
Η μοίρα του πλήθους, στην Ελλάδα, είναι η μοίρα του ηττημένου από υπέρτερες δυνάμεις, όσο δεν βρίσκει την ελάχιστη μορφή εμπιστοσύνης και σύνθεσης, το ελάχιστο σύμβολο ενότητας. Κι αυτό δεν θα βρεθεί στα λόγια ωραίων διακηρύξεων, αλλά στο κοινωνείν. Κουβαλώντας κι εγώ ένα σχέδιο, μια θεωρία και μια διακήρυξη, τα αλλάζω καθημερινά, μέσα στην πολλή συνάφεια του πλήθους που με περιβάλλει και κινούμαι μαζί του. Μαθαίνω ότι οι πολλοί γνωρίζουν περισσότερα από μένα και, πρώτα απ’ όλα, γνωρίζουν τη δυσμενή κατάσταση τους. Μαζί μαθαίνουμε το πώς θα την αλλάξουμε. Η αλήθεια και ο δρόμος της θα προκύψουν από τη στιγμή που μαζί θα συζητήσουμε, θα αποφασίσουμε, θα πράξουμε και θα διορθώσουμε την πορεία, διδάσκοντας και διδασκόμενοι.
Χιλιάδες χρόνια μετά, η σύγκρουση εξακολουθεί να είναι ανάμεσα στο πλήθος και την Ολιγαρχία, όπως την εποχή που γεννήθηκε η πολιτική. Η πληθώρα συμβόλων πίστεως διαιρεί, καθιστώντας αδύναμο το πλήθος απέναντι στην ενωμένη και ένοπλη ολιγαρχία. Στην Κεφαλονιά, βρισκόμαστε στη φάση δημιουργίας ενός ολιστικού συνεταιρισμού. Το νομικό πλαίσιο είναι φτιαγμένο για τον κατακερματισμό των πολλών και, μέσω αυτού, την ενίσχυση των λίγων. Νομικά, η έννοια του ολοκληρωμένου ενωτικού συνεταιρισμού δεν επιτρέπεται. Πολιτικά, νόμοι και κόμματα, αλλά και η ασυνείδητη υιοθέτηση λογικών των κυρίαρχων εμποδίζουν την ενότητα. Το παλεύουμε, με όπλα τη θέληση και τη φαντασία. Δεν έχουμε άλλη λύση, για να μη γίνει ο τίτλος του άρθρου πραγματικότητα. Όσοι πιστοί προσέλθετε και βοηθάτε. Αρκεί να μπορείτε να αγαπήσετε τον διπλανό σας με τα ελαττώματα του. Επανάσταση, χωρίς εισαγωγικά, είναι το να σμίξουμε, να σεβόμαστε την άλλη άποψη, να υποχωρούμε από τα ατομικά μας δόγματα και να επιμένουμε σε ένα νικηφόρο «μαζί». Αυτή είναι η αρχή της επανάστασης για λευτεριά. Απέναντι στη βία της Εξουσίας η δύναμη της Ενότητας.
(Η εικόνα είναι του Δον ΨΥΧΩΤΗ)
ΥΓ: Δεν χρειάζονται παραδείγματα, όσα ανέφερα. Εδώ, για όποιον θέλει τέτοια, για όποιον έχει ανάγκη από "βεβαιότητες", "ρίζες" και καλά παραδείγματα.