Share |

Κώστας Λαπαβίτσας: Ιδού τα διαπραγματευτικά μας ατού

 

Για τον καθηγητή κ. Λαπαβίτσα, συγγραφέα του βιβλίου Η Ευρωζώνη – Ανάμεσα στη λιτότητα και την αθέτηση πληρωμών, μείζον ζήτημα αποτελεί ο έλεγχος της νομισματικής πολιτικής από την ίδια τη χώρα, καθώς με αυτόν τον τρόπο «το κράτος θα μπορέσει να προστατεύσει τις συντάξεις και τους μισθούς του δημόσιου τομέα. Γενικότερα, θα τονώσει τις εξαγωγές και την παραγωγή, προστατεύοντας την απασχόληση. Θα επιτρέψει, τέλος, τη διαμόρφωση βιομηχανικής πολιτικής ώστε να βρει πιο δυναμικό ρόλο η Ελλάδα στην παγκόσμια οικονομία, προς όφελος των πολλών». Άλλωστε, ο ίδιος θεωρεί ότι «οι νομισματικές ενώσεις ανάμεσα σε χώρες που διαφέρουν συστηματικά στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας τους δεν κρατούν πολύ».

Ανάμεσα σε άλλα, στο βιβλίο με αντικείμενο την ελληνική και την ευρωπαϊκή κρίση, ο κ. Λαπαβίτσας αναγνωρίζει ότι η παύση πληρωμών με πρωτοβουλία του οφειλέτη «ενέχει και σημαντικούς κινδύνους», ωστόσο, επικαλείται τη διεθνή εμπειρία για να διαπιστώσει ότι «η περίοδος αποκλεισμού από τις διεθνείς χρηματαγορές δεν διαρκεί πολύ και πάντα υπάρχουν εναλλακτικές πηγές δανεισμού».

Αναφορικά με την εκδοχή ενός ελαφρού «κουρέματος» για τους δανειστές, το οποίο ενδεχομένως θα συνοδευόταν από μία επιμήκυνση του χρέους και χαμηλότερα επιτόκια, σχολιάζει πως «οι τράπεζες που θα αναλάμβαναν την αναδιάρθρωση θα ανέμεναν σημαντικά κέρδη» και ότι «το βάρος του χρέους θα παρέμενε σημαντικό και οι πολιτικές λιτότητας πιθανότατα θα συνεχίζονταν».

Επιπλέον, ο ίδιος επισημαίνει ότι «τα δύο τρίτα του ελληνικού χρέους κρατούνται στο εξωτερικό» και «οι μεγαλύτεροι κάτοχοι είναι οι τράπεζες», γεγονός το οποίο αφενός ερμηνεύει ως αποτέλεσμα της ένταξης της χώρας στην ΟΝΕ, αφετέρου εντοπίζει ως «ευκαιρία» για την Ελλάδα, υπό την προϋπόθεση ότι θα επιχειρήσει να διαπραγματευτεί τη διαγραφή του λεγόμενου μη νομιμοποιημένου χρέους.

*από κοινού με τους συγγραφείς, Α. Καλτενμπρούνερ, Γ. Λαμπρινίδη, Ντ. Λίντο, Τζ. Μεντγουεϊ, Τζ. Μίτσελ, Χ. Π. Παϊνσέιρα, Τζ. Πάουελ, Ε. Πίρες, Α. Στένφορς, Ν. Τέλες

Με τη βοήθεια του tvxs.gr, ακολουθεί δια στόματος του καθηγητή μία ενδιαφέρουσα ανάλυση από το Λονδίνο:

Ποιά είναι κατά τη γνώμη σας η νομιμοποιητική βάση για την αθέτηση πληρωμών από την ελληνική κυβέρνηση προς τους δανειστές της; Η οποία συν τοις άλλοις θα μπορούσε να αξιοποιηθεί από τη χώρα σε διπλωματικό επίπεδο απέναντι στη διεθνή κοινότητα.

Η νομιμοποιητική βάση έχει δύο πλευρές. Πρώτον, το δημόσιο χρέος είναι μη διατηρήσιμο, συνθλίβει την ελληνική οικονομία και κοινωνία. Το ύψος του είναι τουλάχιστον 350 δις ευρώ, δηλαδή γύρω στο 150% του ΑΕΠ, και η τάση του θα είναι ανοδική για δύο-τρία χρόνια. Το ΑΕΠ συρρικνώνεται για τρίτη συνεχή χρονιά, ενώ η συνολική μείωση το 2009-11 θα ξεπεράσει ίσως και το 10%. Με την οικονομία να υποφέρει, το χρέος δεν αντιμετωπίζεται. Και μόνο τα επιτόκια του έκτακτου δανεισμού από την ΕΕ-ΔΝΤ είναι πάνω από 5%. Επηρεάζεται άμεσα η κοινωνική ζωή και η δυνατότητα της χώρας να αντιμετωπίσει τις βασικές ανάγκες των κατοίκων της. Δεν υπάρχει προηγούμενο στη μεταπολεμική ιστορία της Ελλάδας.

Δεύτερον, υπάρχει μέρος του δημοσίου χρέους το οποίο δεν είναι νομιμοποιημένο λόγω του τρόπου που έχουν συναφθεί τα δάνεια, αλλά και λόγω της χρήσης τους. Δάνεια για εξοπλιστικούς σκοπούς, δάνεια διαμεσολαβημένα από τα παράγωγα της Γκόλντμαν Σακς, δάνεια που χρηματοδότησαν τους Ολυμπιακούς Αγώνες, δάνεια που χρηματοδότησαν ανατοκισμούς, όλα πρέπει να ελεγχθούν εξονυχιστικά. Ίσως να ακουστεί τραβηγμένο, αλλά ακόμη και ολόκληρος ο δημόσιος δανεισμός πέραν του 60% του ΑΕΠ θα μπορούσε να θεωρηθεί μη νομιμοποιημένος διότι έγινε κατά παράβαση των όρων του Μάαστριχτ, πράγμα που γνώριζαν οι δανειστές. Η δικαιολογία ήταν ο ‘εθνικός στόχος’ της συμμετοχής στην ΟΝΕ, που αποδείχτηκε καταστροφικός για τον ελληνικό λαό.

Η χώρα μπορεί να αρνηθεί την αποπληρωμή χρέους το οποίο θα αποδειχθεί μη νομιμοποιημένο, είτε γιατί δεν είναι διατηρήσιμο, είτε γιατί οι συμβάσεις είναι προβληματικές. Η νομιμοποιητική βάση, όπως ήδη ανέφερα, είναι η προστασία της κοινωνικής ζωής της χώρας, αλλά και η ευθύνη των πιστωτών που δάνεισαν τεράστια ποσά χωρίς στοιχειωδώς να εκτιμήσουν τον κίνδυνο. Δε μπορούμε όμως να γνωρίζουμε εκ των προτέρων ποιό ποσοστό του χρέους θα διαγραφεί. Θα πρέπει πρώτα να γίνει στάση πληρωμών και μετά να διερευνηθεί το χρέος από μια ανεξάρτητη επιτροπή. Θα διαπιστώσουμε έτσι τι πραγματικά συμβαίνει και ποιό μέρος του χρέους θα πρέπει να διαγραφεί. Πάνω απ’ όλα βέβαια απαιτείται αποφασιστικότητα και βούληση να προστατευθεί η ζωή των εργαζομένων.

Σε ποιούς χρωστάει η Ελλάδα και σε ποιά αναλογία;

Το δημόσιο χρέος της Ελλάδας είναι περίπου κατά τα δύο τρίτα εξωτερικό και κατά το ένα τρίτο εγχώριο. Ο μεγάλος όγκος του εξωτερικού χρέους είναι ομόλογα που κατέχουν οι τράπεζες του κέντρου της Ευρωζώνης, πάνω απ’ όλα οι γερμανικές και οι γαλλικές. Το εγχώριο χρέος είναι επίσης σε μεγάλο βαθμό ομολογιακό και κατέχεται από ελληνικές τράπεζες, αλλά και από ασφαλιστικά ταμεία και ιδιώτες. Το κράτος όμως χρωστάει και σε επιχειρήσεις, μικρές και μεγάλες.

Οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων ήταν υψηλές ακόμη και το 2009, και οι τραπεζίτες έσπευσαν να επωφεληθούν πιστεύοντας ότι η χρεοκοπία μιας χώρας της Ευρωζώνης είναι αδύνατη. Έπεσαν έξω. Να σημειωθεί όμως ότι όλο το 2009-10 οι τράπεζες χρησιμοποίησαν ελληνικούς τίτλους ως ενέχυρο για το δανεισμό τους από την ΕΚΤ. Επίσης η ΕΚΤ έχει αγοράσει ελληνικά ομόλογα στη δευτερογενή αγορά μετά την κρίση του Μαΐου του 2010. Μεγάλο μέρος του ελληνικού χρέους τη στιγμή αυτή βρίσκεται ουσιαστικά στα χέρια της ΕΚΤ.

Η αθέτηση πληρωμών θα πρέπει να λάβει υπόψη της την πολυπλοκότητα του χρέους. Είναι οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό λάθος να λέγεται ότι η Ελλάδα θα διαγράψει το σύνολο του χρέους της. Θα χρειαστεί να ληφθούν δύσκολες και λεπτές αποφάσεις που να αντιστοιχούν στην πραγματικότητα. Το εξωτερικό και το εγχώριο χρέος, για παράδειγμα, θα πρέπει να διαχωριστούν. Αυτό δε σημαίνει βεβαίως ότι θα ευνοηθούν οι ελληνικές τράπεζες σε σχέση με τις ξένες. Θα πρέπει επίσης να προστατευτούν τα ασφαλιστικά ταμεία, οι μικροϊδιοκτήτες ομολόγων, και οι επιχειρήσεις στις οποίες χρωστάει το κράτος.

Είναι εφικτή μια αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους προς το συμφέρον της ελληνικής κοινωνίας με τη συγκατάθεση των δανειστών της;

Κατά τη γνώμη μου είναι ανέφικτη. Ο δανειστής, πολύ φυσιολογικά, θα προστατεύσει τα συμφέροντά του και όχι αυτά της Ελλάδας. Πάρτε για παράδειγμα αυτά που ακούγονται τις τελευταίες μέρες για αναδιάρθρωση μέσω επαναγοράς του χρέους από την Ελλάδα. Αν κρίνουμε από τις διαρροές στον τύπο, θα χρησιμοποιηθεί η δυνατότητα δανεισμού του Ταμείου Σταθερότητας, η οποία τυπικά φτάνει τα 440 δις, αλλά στην ουσία είναι πολύ μικρότερη, ίσως και λιγότερο από 300 δις, διότι αλλιώς δε μπορεί το Ταμείο να διατηρήσει τον βαθμό αξιοπιστίας του στο ΑΑΑ. Ένα μέρος αυτού του δανεισμού έχει ήδη χρησιμοποιηθεί από την Ιρλανδία και θα πρέπει να γίνει και πρόβλεψη για την περίπτωση που θα κινδυνεύσει η Πορτογαλία. Με τις καλύτερες συνθήκες, λοιπόν, θα υπάρξει ένα περιορισμένο ποσό σε σχέση με το συνολικό ελληνικό χρέος. Το Ταμείο θα δανειστεί αυτό το ποσό από την ανοιχτή αγορά εκδίδοντας ομόλογα και μετά θα το δανείσει με τη σειρά του στην Ελλάδα. Να σημειώσω ότι τα ομόλογα του Ταμείου είναι ο μόνος τύπος ευρωομόλογου που πιθανώς θα δούμε να γίνεται πράξη. Τα άλλα που προτείνουν με θέρμη διάφοροι, από την κυβέρνηση Παπανδρέου μέχρι δυστυχώς και την Αριστερά, θα μείνουν στο χώρο της φαντασίας.

Με τα νέα δάνεια από το Ταμείο, η Ελλάδα θα επιδιώξει να αγοράσει τα παλιά της ομόλογα στη δευτερογενή αγορά, με σκοπό να τα αποκτήσει σε χαμηλότερη τιμή και άρα να μειώσει το χρέος της. Αμέσως θα προκύψουν προβλήματα. Ποιές από τις τράπεζες θα διαθέσουν ομόλογα προς πώληση, δεδομένου μάλιστα ότι μεγάλος όγκος τους είναι ήδη κατατεθειμένος ως ενέχυρο στην ΕΚΤ; Θα αγοραστούν και τα ομόλογα που ήδη κατέχει η ΕΚΤ; Σε ποιά τιμή θα διατεθούν στην Ελλάδα, αν λάβουμε υπόψη μας ότι οι χαμηλές αξίες στη δευτερογενή αγορά είναι παραπλανητικές διότι η εμπορία ελληνικών τίτλων είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη το τελευταίο διάστημα; Εφόσον οι τράπεζες γνωρίζουν ότι η Ελλάδα θα έχει μόλις δανειστεί νέα ποσά από το Ταμείο, θα προσπαθήσουν να υποστούν όσο το δυνατόν μικρότερο ‘κούρεμα’, κρατώντας τις τιμές ψηλά.

Η τελική μείωση του συνολικού όγκου του χρέους αποκλείεται να είναι μεγάλη. Παράλληλα η Ελλάδα θα έχει υποκαταστήσει τα ομόλογα που έχουν εκδοθεί υπό την ελληνική νομοθεσία, με δανεισμό από το Ταμείο Σταθερότητας. Δηλαδή από έναν οργανισμό που ελέγχεται από το γερμανικό κράτος και ο οποίος θα επιβάλλει σκληρές ρήτρες ασφαλείας. Οι τράπεζες – και η ΕΚΤ – στο μεταξύ θα έχουν απαλλαγεί από μέρος του ελληνικού ομολογιακού χρέους, αφαιρώντας από τη χώρα το ισχυρότερο διαπραγματευτικό της χαρτί. Χρειάζεται να πω περισσότερα για να φανεί ποιός θα βγει περισσότερο κερδισμένος από μια τέτοια διαδικασία;

Ποιά εργαλεία διαθέτει η χώρα για να προχωρήσει σε μονομερή αναδιάρθρωση του χρέους; Πως θα συγκρατηθεί η φυγή κεφαλαίων και τι θα γίνει με τις ελληνικές τράπεζες;

Το πρώτο πράγμα που πρέπει να κάνει η Ελλάδα είναι παύση πληρωμών ώστε να ανακτήσει την πρωτοβουλία κινήσεων στην αντιμετώπιση του χρέους της. Κατόπιν θα πρέπει να υπάρξει ουσιαστική διερεύνηση του χρέους από μία ανεξάρτητη αρχή, κατά προτίμηση από διεθνή Επιτροπή Λογιστικού Ελέγχου. Στην Επιτροπή θα συμμετέχουν ειδικοί, αλλά και εκπρόσωποι του εργατικού κινήματος και της κοινωνίας των πολιτών, ώστε να έχει αξιοπιστία. Στη βάση του πορίσματος της Επιτροπής θα μπορέσει η χώρα να προχωρήσει σε ουσιαστική διαπραγμάτευση με τους πιστωτές της στην κατεύθυνση της διαγραφής του χρέους. Αν υπάρξει λαϊκή, κινηματική στήριξη, τα πράγματα θα γίνουν πολύ πιο εύκολα.

Η έξοδος κεφαλαίων, η οποία έλαβε τη μορφή πλημμυρίδας τον τελευταίο χρόνο, θα πρέπει να αντιμετωπιστεί με διοικητικά μέτρα. Κυρίως θα πρέπει να περιοριστούν οι εμπορικές πράξεις ανάμεσα στις τράπεζες. Η διαγραφή του χρέους θα δημιουργήσει έτσι κι αλλιώς κίνδυνο κατάρρευσης για τις τράπεζες δεδομένου ότι κατέχουν σημαντικά ποσά δημοσίου χρέους. Θα πρέπει λοιπόν να περάσουν οι τράπεζες σε δημόσιο έλεγχο και ιδιοκτησία για να προστατευτούν οι καταθέσεις και για να συνεχιστεί η παροχή πιστώσεων στην οικονομία. Στην πράξη όμως όλα αυτά θα μπουν σε δεύτερη μοίρα διότι αμέσως θα τεθεί θέμα συμμετοχής της χώρας στην Ευρωζώνη.

Γιατί κρίνετε ως απαραίτητη την έξοδο από το ευρώ και την υποτίμηση που θα ακολουθήσει; Εννοώ σε οικονομικό-θεωρητικό επίπεδο, ανεξάρτητα από τις πολιτικές συνθήκες που μάλλον θα καταστήσουν την παραμονή της χώρας ανέφικτη στην Ευρωζώνη μετά από μία ανάλογη εξέλιξη.

Θέλω καταρχήν να ξεκαθαρίσω κάτι το οποίο συχνά – και καμιά φορά σκόπιμα – παρανοείται σε σχέση με την πρόταση παύσης πληρωμών και εξόδου από το ευρώ. Εμείς δεν επιδιώκουμε την έξοδο ώστε να πετύχουμε την υποτίμηση. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η υποτίμηση θα έχει κόστος για τα εργατικά στρώματα και αυτός είναι ένας ακόμη λόγος που προτείνουμε αναδιανομή του πλούτου και του εισοδήματος σε εθνικό επίπεδο. Επιδιώκουμε όμως την έξοδο διότι η συμμετοχή της χώρας στη νομισματική ένωση είναι ο άμεσος λόγος της οικονομικής της καταβαράθρωσης. Δεν υπάρχει τίποτε μυστηριώδες από πλευράς οικονομικής θεωρίας στο σημείο αυτό. Οι νομισματικές ενώσεις ανάμεσα σε χώρες που διαφέρουν συστηματικά στην ανταγωνιστικότητα της οικονομίας τους δεν κρατούν πολύ. Η ΟΝΕ έκανε τα πράγματα ακόμη χειρότερα διότι το θεσμικό της πλαίσιο ευνόησε το πάγωμα των γερμανικών μισθών και άρα επέτεινε το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα της Γερμανίας σε σχέση με την περιφέρεια. Οι ίδιες οι δομές της ΟΝΕ γυρεύουν να αποβάλλουν τις χώρες της περιφέρειας γιατί δε μπορούν να σταθούν μέσα τους.

Για την Ελλάδα το ευρώ αποδείχτηκε τραγική αποτυχία. Οδήγησε σε τεράστια ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών και γιγάντωσε το δανεισμό, κυρίως τον ιδιωτικό. Πολλοί που θέλουν να υπερασπιστούν το ευρώ λένε ότι ο ελληνικός δημόσιος δανεισμός δεν οφείλεται στο ευρώ αλλά προϋπήρχε ως ποσοστό του ΑΕΠ. Αυτό είναι βεβαίως σωστό. Το Σύμφωνο Σταθερότητας συγκράτησε όντως τις κρατικές δαπάνες, και άρα το ποσοστό του δημόσιου χρέους στο ΑΕΠ δεν ανέβηκε. Για την ακρίβεια, υποχώρησε και ελαφρά, παραμένοντας όμως σε υψηλά επίπεδα. Αν κοιτάξουν όμως τον κρατικό δανεισμό λίγο πιο προσεκτικά οι υπέρμαχοι του ευρώ, θα δουν ότι η Ελλάδα χρωστάει τα δύο τρίτα στο εξωτερικό. Μέχρι να μπούμε στο ευρώ, ο δανεισμός του ελληνικού κράτους ήταν κυρίως εγχώριος διότι η διεθνής αξιοπιστία της Ελλάδας ήταν περιορισμένη. Το ευρώ παρείχε τη δυνατότητα άφθονου δανεισμού από το εξωτερικό με χαμηλά επιτόκια. Βρήκε την ευκαιρία λοιπόν το ελληνικό κράτος να αλλάξει τη σύνθεση του δανεισμού του και φτάσαμε στο χείλος του γκρεμού.

Η έξοδος από το ευρώ επιβάλλεται από τη λογική των πραγμάτων. Αν η Ελλάδα επιμείνει να παραμένει στην ΟΝΕ, θα οδηγηθεί σε μαρασμό για πολλά χρόνια. Η έξοδος, από την άλλη, μπορεί να ανοίξει πεδίο για αναδιάρθρωση του παραγωγικού δυναμικού της χώρας σε κατεύθυνση που θα είναι υπέρ της εργασίας. Αρκεί βέβαια να γίνει με πρόγραμμα στηριγμένο στη λαϊκή πρωτοβουλία και στην αλλαγή του κράτους εκ βάθρων. Αν η έξοδος συμβεί με τέτοιους όρους, θα επιτρέψει την ανάκτηση του ελέγχου επί της νομισματικής πολιτικής, και άρα θα φέρει την άρση της λιτότητας. Έχοντας τον έλεγχο της νομισματικής πολιτικής, το κράτος θα μπορέσει να προστατεύσει τις συντάξεις και τους μισθούς του δημόσιου τομέα. Γενικότερα, θα τονώσει τις εξαγωγές και την παραγωγή, προστατεύοντας την απασχόληση. Θα επιτρέψει, τέλος, τη διαμόρφωση βιομηχανικής πολιτικής ώστε να βρει πιο δυναμικό ρόλο η Ελλάδα στην παγκόσμια οικονομία, προς όφελος των πολλών.

Τελειώνοντας, θα ήθελα να πω ότι είναι σφάλμα να πιστεύεται ότι αρκεί η πολιτική βούληση για να μείνει η Ελλάδα στην ΟΝΕ. Τον καθοριστικό ρόλο θα τον παίξουν οι κοινωνικές και οικονομικές αντιφάσεις που δημιουργεί η νομισματική ένωση στη χώρα μας. Η έξοδος της Ελλάδας από το ευρώ υπαγορεύεται από την υλική πραγματικότητα της ΟΝΕ, που κάνει την ελληνική κοινωνία να υποφέρει. Το ζήτημα είναι να γίνει η έξοδος με όρους που θα είναι υπέρ των εργαζομένων και των πολλών. Αυτό είναι το πραγματικό διακύβευμα για τις αριστερές δυνάμεις στη χώρα μας.

ΠΗΓΗ: Ελληνική Επιτροπή ενάντια στο Χρέος

 

(φοτό: Σπύρος Δελάλης (www.delalis.gr)