Αρθρο Του ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΜΑΡΚΕΖΙΝΗ ακαδημαϊκού
Στο φύλλο της 1ης Ιανουαρίου 2011 η «Καθημερινή» δημοσίευσε άρθρο του πρέσβη ε.τ. κ. Σαββαϊδη, το οποίο, εκ πρώτης όψεως, περιγράφει για χάρη του γενικού αναγνωστικού κοινού τα δυσχερή προβλήματα οριοθετήσεως των θαλασσίων μας ζωνών. Από τους δύο χάρτες γίνεται φανερή η σημασία του Καστελόριζου. Αν υπολογιστεί στην ΑΟΖ, όπως ορίζουν οι διεθνείς συνθήκες, η Ελλάδα έχει θαλάσσια σύνορα με την Κύπρο. Αν δεν υπολογιστεί, όπως θέλει η Τουρκία, Ελλάδα και Κύπρος περιορίζονται και η Τουρκία αποκτά θαλάσσια σύνορα με την Αίγυπτο Κατ' ουσίαν, όμως, έπειτα από ένα μάθημα πολιτικής και δημοσιογραφικής δεοντολογίας, το κείμενο καταδικάζει πρόσφατη ανοικτή επιστολή του Καθηγητή κ. Καρυώτη και εμού, αναφερόμενο σε «ακαδημαϊκούς» που «παρεμβαίνουν» με «συνωμοσιολογικές» θεωρίες για να αποκαλύψουν «δήθεν αναληφθείσες δεσμεύσεις προς γείτονες (βλ. Τούρκους) και τρίτους (βλ. Αμερικανούς)» και να απαγγείλουν δημόσια την κατηγορία ότι «η χώρα στερείται πολιτικής και διπλωματικής σοβαρότητος στην αντιμετώπιση των ζητημάτων αυτών».
Η θέση αυτή απαιτεί τρία σχόλια.
Πρώτον, όλοι οι πολίτες μιας δημοκρατίας έχουν αναφαίρετο δικαίωμα να συμμετέχουν στα κοινά και να εκφράζουν τις γνώμες και τις ανησυχίες τους. Το να τους λες, κατ' ουσίαν, ότι «δεν ξέρουν τι λένε» αποτελεί δείγμα της υπεροψίας, την οποία επιδεικνύει το υπουργείο Εξωτερικών κάθε φορά που περιέρχεται σε δυσχερή θέση από διαρροές ή φήμες που είναι απότοκοι των ζοφερών εποχών που διανύει η χώρα.
Δεύτερον, το δικαίωμα γνώμης μεταβάλλεται σε υποχρέωση όταν μιλούν νομικοί που τυχαίνει να έχουν αναμειχθεί στη διάπλαση του Δίκαιου της Θαλάσσης και έχουν ηλικία και γνώσεις τουλάχιστον αντίστοιχες με τους συνεχώς μετακινούμενους από θέση σε θέση πρέσβεις, οι οποίοι, στην πράξη, τελικά υποχρεώνονται να κάνουν μόνον ό,τι τους επιβάλλουν οι πολιτικά προϊστάμενοι, εάν επιθυμούν να επιβιώσουν στην υπηρεσία. Ας κρίνουν, λοιπόν, οι αναγνώστες ποιοι είναι πιο αδέσμευτεοι και αξιόπιστοι ως σχολιαστές: οι διπλωμάτες ή η διανοούμενοι;
Τρίτον, πώς είναι δυνατόν να μη δημιουργούνται εύλογες υπόνοιες: (α) όταν οι Τούρκοι μάς λένε ότι κάνουν «μπίζνες» με την κυβέρνηση, ενώ η ίδια επιμένει να το αρνείται- (β) όταν διαρρέονται κείμενα του υπουργείου που φανερώνουν διχογνωμίες ή τουλάχιστον προειδοποιήσεις εναντίον των κινήσεων που μελετά το τρίο των διαπραγματευτών μας (στους οποίους δεν συμπεριλαμβάνεται ο κ. Σαββαΐδης)- και (γ) όταν ο ίδιος ο πρωθυπουργός μας δίνει ασαφείς απαντήσεις στη Βουλή για το θέμα της συνεκμετάλλευσης;
Η τελευταία παρατήρηση, δηλαδή η πρωθυπουργική τακτική των αορίστων απαντήσεων, δεν έχει σχολιασθεί επαρκώς, αν και βοηθούντων μερικών κειμένων στα ΜΜΕ οδηγεί, αθέλητα ενδεχομένως, σε επιζήμια λανθασμένες πληροφορίες.
Ετσι, όπως μας υπενθύμισε πρόσφατα ο κ. Καρυώτης, όταν ο πρωθυπουργός στις 10 Μαρτίου 2010, ενημερώνοντας τους Ελληνες δημοσιογράφους στην πρεσβεία της Ουάσιγκτον, ρωτήθηκε από τον Μιχάλη Ιγνατίου γιατί συνεχώς μιλά για το θέμα της υφαλοκρηπίδας και δεν το συνδέει με το θέμα της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης, απάντησε ως εξής: «Το θέμα μάς έχει απασχολήσει και θα το φέρω (ξανά) προς συζήτηση με τον Ερντογάν στην επόμενη επίσκεψη του στην Αθήνα».
Εκτοτε οι δύο πρωθυπουργοί έχουν μιλήσει τέσσερις φορές. Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία δημόσια ένδειξη για το αν και σε τι βάθος συζητήθηκε το θέμα της ΑΟΖ ή -πράγμα ακόμη πιο σημαντικό- για το τι ακριβώς συμφωνήθηκε. Ούτως εχόντων των πραγμάτων, γιατί να μη γίνει πιστευτή η τουρκική εκδοχή, ότι δηλ. τα προβλήματα του Αιγαίου θα διαχωριστούν από αυτά του Καστελόριζου και ότι το καθεστώς των βραχονησίδων θα παραμείνει, υπό τις καλύτερες των συνθηκών, απροσδιόριστο;
Δυστυχώς, λοιπόν, οι φήμες για αντεθνικές συνθηκολογήσεις, μέχρι να διαψευστούν επισήμως, παραμένουν αληθοφανείς, έστω και αν όλοι μας ελπίζουμε να είναι λανθασμένες.
Είναι το υπουργείο Εξωτερικών υπεράνω δημόσιας κριτικής;
Το γενικότερο αυτό ερώτημα αναδύεται από το άρθρο στην «Καθημερινή». Δικαιολογείται όμως και από την οξύτατη αντίδραση του υπουργείου προς το άρθρο των κ.κ. Λυγερού και Κωνσταντακόπουλου σχετικά με το διαρρεύσαν σημείωμα της ΔΙ Διευθύνσεως του υπουργείου Εξωτερικών (το πώς συνετάγη το εν λόγω υπόμνημα και το πώς αντέδρασαν οι ένδον αποτελούν ζητήματα τα οποία κανείς, ακόμη, δεν έχει συζητήσει).
Η απάντηση στο ερώτημα του υπέρτιτλου της παρούσης ενότητας πρέπει να είναι κατηγορηματικώς αρνητική. Για δύο λόγους:
Ο πρώτος απαιτεί μια διευκρίνιση. Η διπλωματία δεν λειτουργεί σε όλες τις περιπτώσεις αποτελεσματικά εάν δεν είναι μυστική. Υπάρχουν όμως και περιπτώσεις όπου, επειδή θίγεται καίρια το εθνικό συμφέρον, ούτε καν διαπραγματεύσεις δεν πρέπει να αρχίζουν χωρίς την κατ' αρχήν άδεια της Βουλής ή τουλάχιστον με τη συμφωνία των αρχηγών των περισσότερων κομμάτων.
Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι γραμμές, οι μυστικά διαπραγματευόμενοι Ελληνες πολιτικοί και διπλωμάτες χειρίζονται δύο ειδών προβλήματα.
Στο Αιγαίο διακυβεύεται κυρίως η χερσαία ακεραιότητα της πατρίδας μας, εάν οι Τούρκοι καταφέρουν να κρατήσουν ανοιχτό το θέμα των βραχονησίδων και των συνδεόμενων δικαιωμάτων, αλλά και, ενδεχομένως, τα δικαιώματα μας που θα χαθούν εάν οι ποικίλες αρμοδιότητες στο Αιγαίο χωριστούν μεταξύ των δύο κρατών με βάση τον 25ο Μεσημβρινό.
Στην Ανατολική Μεσόγειο, αντιθέτως, κυρίως δε στο σύμπλεγμα των νήσων του Καστελόριζου και στην ΑΟΖ τους, ο υποθαλάσσιος πλούτος αποτελεί το διακυβευόμενο συμφέρον μας. Στην πράξη αυτό σημαίνει ότι ο δικός μας πλούτος θα μοιραστεί γιατί όλοι (ή μερικοί;) φοβούνται να πουν «όχι» στον ένοπλο γείτονα και ταραξία.
Ο εκβιασμός μπορεί να τρομάζει, ο κίνδυνος μπορεί να είναι μεγαλύτερος, αλλά η ιδέα και μόνη ότι ενδέχεται να υποχωρήσουμε αμαχητί (κυριολεκτικά και μεταφορικά) δεν είναι καθόλου ελληνική! Και τούτο, διότι κυριαρχικά δικαιώματα δεν εκχωρούνται παρά μόνον ύστερα από έναν χαμένο επιθετικό πόλεμο.
Υπάρχει, όμως, και ένας δεύτερος λόγος για τον οποίο η κριτική του τρόπου διακυβέρνησης συνάδει απόλυτα με τη λαϊκή περί δικαίου αντίληψη της εποχής μας. Αν και εξαιρέσεις βεβαίως υπάρχουν, ευρέως διαδεδομένη, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, είναι η εντύπωση ότι η πολιτική ηγεσία (πρώην και νυν) φέρει μεγάλο μέρος της ευθύνης για την οικονομική εξαθλίωση της χώρας.
Η δημοσιοϋπαλληλία κατηγορείται και αυτή καθημερινώς ότι ολιγωρεί ή και ότι χρηματίζεται. Ιερές Μονές έχουν αποτελέσει αντικείμενο «περίεργων», αν όχι και φθοροποιών, κουτσομπολιών που πλήττουν σύνολη την Εκκλησία. Η Στατιστική Υπηρεσία έχει κατ' επανάληψη κατηγορηθεί για λανθασμένα ή σκοπίμως παραποιημένα στοιχεία. Και αυτή ακόμη η Δικαιοσύνη -κατ' εμέ, η ιερότερη των τριών εξουσιών-έχει βρεθεί στο επίκεντρο αρνητικών σχολίων. Δεδομένων των ανωτέρω, ειλικρινά πιστεύει ο αρθρογράφος της «Καθημερινής» ότι η διπλωματική υπηρεσία είναι υπεράνω, de facto και de jure, πάσης κριτικής;
Κατά την άποψη μου, καίτοι περιλαμβάνει στους κόλπους του πολλούς ικανούς και τίμιους ανθρώπους, το υπουργείο Εξωτερικών, εν μέρει λόγω της αφόρητης κομματικοποίησης του από σειρά υπουργών, δεν έχει ενδεχομένως σταθεί στο ύψος των περιστάσεων. Νομίζω, μάλιστα, ότι αυτό είναι κάτι που θα βοηθούσε την κοινή προσπάθεια εάν μερικοί υψηλόβαθμοι διπλωμάτες αναγνώριζαν στην ειδική τους «διάλεκτο» ότι όλα δεν βαίνουν άριστα στο πεδίο της ελληνικής διπλωματίας στην ευρύτερη περιοχή μας.
Εάν λοιπόν ο πρωθυπουργός έχει δίκιο -και, δυστυχώς, έχει- να παραπονείται ότι η χώρα μας έχει υποστεί σοβαρά πλήγματα στην εικόνα της στο εξωτερικό, οι εντός της Ελλάδος ασχολούμενοι με τα εξωτερικά θέματα, μαζί με τα ακαδημαϊκά και επιδοτούμενα εξαπτέρυγά τους, δεν είναι νοητό να μη συμμερίζονται την ευθύνη. Ο χρόνος θα δείξει τελικά εάν ορθώς προβλέπω ότι η ημέρα της Τελικής Κρίσεως -από την Πολιτεία, και όχι μόνον από τον Θεό- για πολλούς από αυτούς τους άκρως «συναινετικούς» πλησιάζει!
τι ισχύει σήμερα.
τι θέλει η Τουρκία.
Απλουστεύσεις, παραλείψεις
Ιδού, λόγω ελλείψεως χώρου, μια μικρή λίστα (με πλάγια στοιχεία, οι γνώμες του κ. Σαββαΐδη):
Κλείνω με τη σκέψη ότι το «υπαινικτικά» γραμμένο «διπλωματικό» άρθρο, κατά τρόπον υπόρρητο πλην όμως επικίνδυνο, αφήνει να εννοηθεί ότι το Δίκαιο υποκύπτει πάντα στην Πολιτική.
Ο ρόλος όμως του υπουργείου Εξωτερικών δεν είναι να σκύβει το κεφάλι επικαλούμενο «δημιουργικές ασάφειες» διεθνών συνθηκών, αλλά να μάχεται με εφευρετικότητα για τα δίκαια μας. Διπλωμάτες σαν τον Δούντα ή τον Στοφορόπουλο έδειξαν τέτοια ευαισθησία. Τέτοιους ανθρώπους αναζητούμε και σήμερα.
Επιπλέον, οι διπλωμάτες μας θα έπρεπε να απαιτούν, έστω και διακριτικά, από όλες τις κυβερνήσεις να διατηρούν τη χώρα στρατιωτικά ισχυρή, για να μη βρεθούμε στη δυσάρεστη θέση να επιβεβαιωθεί εις βάρος μας η ρήση του Θουκυδίδη, ότι στις διεθνείς σχέσεις «δίκαιο έχει όποιος έχει ίση δύναμη και όταν αυτό δεν συμβαίνει, ο ισχυρός επιβάλει ό,τι του επιτρέπει η δύναμη του και ο αδύναμος υποχωρεί και προσαρμόζεται».
Για να εκφράσω την ίδια ιδέα λαογραφικά, εάν, στη θεωρία του περί «μηδενικών προβλημάτων», ο κ. Νταβουτογλου βλέπει τον εαυτό του στο ρόλο του Καραγκιόζη, τότε, προσωπικά, αρνούμαι διαρρήδην να δω τον Ελληνα στο ρόλο του Χατζηαβάτη...*