Κουβεντιάζαμε τις προάλλες με φίλους -ομοϊδεάτες και ομοιοπαθείς της ελεγχόμενης χρεοκοπίας- τι ακριβώς συμβαίνει στην Ελλάδα, τι σχέση έχει με ό,τι συμβαίνει στην Ευρώπη, στον κόσμο, πώς συμπεριφέρονται οι τάξεις και τα κοινωνικά στρώματα, ποια συμφέροντα συντίθενται ή αντιτίθενται σε κάθε επί μέρους πρόβλημα, πώς μεταφράζονται όλα αυτά στην οικονομία, τι σημαίνουν για την πολιτική και πώς ερμηνεύουν τις συμπεριφορές των κομμάτων, των πολιτικών ελίτ. Τακτοποιημένες κι εύκολες όλες οι επιμέρους απαντήσεις μπαίνουν στα «κουτάκια» τους. Έχουμε πολλά κομμάτια της εικόνας, άψογα φιλοτεχνημένα. Αλλά ολόκληρη την εικόνα δεν την έχουμε. Η κουβέντα έφτασε πάλι σε εκείνο το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται ο φανατικός χομπίστας που αποφασίσει να ανασυνθέσει ένα puzzle 10.000 τεμαχίων, αλλά χωρίς να έχει ιδέα για την πρωτότυπη εικόνα. Από πού ν’ αρχίσει; Ποια είναι η συνολική εικόνα που πρέπει να συνθέσει; Χρειάζεται μια ιδέα, μια βάση για την «ολιστική» σύλληψη της πραγματικότητας που εμφανίζεται κατακερματισμένη, αντιφατική, χαοτική.
Τι συμβαίνει για παράδειγμα με την ελληνική οικονομία; Οι «Financial Times» τη μια μέρα γράφουν, με τον κυνισμό που τους διακρίνει, «χρεοκοπήστε να τελειώνουμε». Την επομένη επανέρχονται μετριοπαθέστεροι και μιλούν για «μαλακή αναδιάρθρωση» του χρέους. Όμως, εδώ και εβδομάδες, άλλοι παράγοντες, «ομόλογοί» τους στην υπεράσπιση των βωμών και των εστιών του χρηματοπιστωτικού συστήματος, ομνύουν στη «βελτιωμένη εικόνα» της ελληνικής οικονομίας, στη «γενναία» δημοσιονομική προσπάθεια, στο στοίχημα της Ελλάδας να βγει εν ευθέτω χρόνο στις αγορές με μια σχετική ασφάλεια. Την ίδια στιγμή, ο ένας σύμβουλος του πρωθυπουργού, ο Ιταλός Τομάζο Πάντοα Σκιόπα, προκρίνει το σενάριο της αναδιάρθρωσης του χρέους, ενώ ο άλλος, ο Έλληνας Λουκάς Παπαδήμος, το αποκλείει. Η Μέρκελ δίνει εύσημα, αφήνοντας να εννοηθεί ότι ο κίνδυνος της χρεοκοπίας απομακρύνθηκε, αλλά το ΙΟΒΕ, πιστός υπερασπιστής του μνημονίου, και εντέλει της Μέρκελ, για πρώτη φορά περιλαμβάνει στις εκτιμήσεις του «σενάριο καταστροφής». Τι ισχύει τελικά; Είμαστε πιο κοντά ή πιο μακριά από τη χρεοκοπία; Και τι είδους συμφέροντα εκπροσωπούν οι αποκλίνουσες εκτιμήσεις – ή μήπως και ευχές;
Αλλά, ακόμη κι αν απομακρύνουμε τη ματιά μας από τον ελλαδικό μικρόκοσμο, αν επιχειρήσουμε ν’ ανιχνεύσουμε πώς το «ελληνικό ζήτημα» εντάσσεται στο ευρωπαϊκό, η εικόνα και πάλι δεν συντίθεται. Η Κομισιόν και όλη η κοινοτική νομενκλατούρα επεξεργάζεται μια «εκδικητική» αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας, που τιμωρεί με πρόστιμα, στέρηση πόρων και εξαναγκαστική ύφεση διαρκείας τις χώρες που αποκλίνουν από τα «ιδεώδη» όρια ελλείμματος, χρέους και (από τώρα) τρεχουσών συναλλαγών! Η Γερμανία τραβάει ακόμη περισσότερο το σκοινί, θέλει ρήτρα «ελεγχόμενης χρεοκοπίας», αλλά ταυτόχρονα δεν συζητά ούτε παράταση του μηχανισμού στήριξης, ούτε ενδεχόμενο αποβολής από το ευρώ. Τι θέλουν τελικά από την Ευρωζώνη η Γερμανία και οι (ελάχιστοι πια) ισχυροί εταίροι της στην Ε.Ε.; Θέλουν ένα ισχυρό ευρώ στηριζόμενο σε αδύναμες και κολλημένες σε ύφεση και βιομηχανική παρακμή χώρες; Ή μήπως ξαναξύπνησε μέσα τους το «κτήνος» του ευρωσκεπτικισμού και θέλουν να ξεμπερδεύουν μια ώρα αρχύτερα με τους αδύναμους κρίκους;
Και, βέβαια, έχει γίνει κοινός τόπος ότι η πολιτική ηγεσία της Ευρωζώνης διαχειρίζεται την κρίση του χρέους για λογαριασμό των τραπεζών – πώς να μην το καταλάβει αυτό κανείς από τον πακτωλό χρημάτων που αδειάζουν τις τσέπες των κοινωνιών για να «φουσκώσουν» τούς ισολογισμούς των τραπεζών; Αλλά, γιατί διστάζουν να ικανοποιήσουν την τραπεζική απληστία με την τελευταία γενναία δόση ενίσχυσης, τα 750 δισ. ευρώ του ευρωπαϊκού μηχανισμού «σωτηρίας»; Γιατί οι πολιτικοί και οι κεντρικοί τραπεζίτες ανεβάζουν τον πήχυ της επάρκειας κεφαλαίων των πιστωτικών ιδρυμάτων; Πού βρίσκεται, τελικά, η σχέση πολιτικών-τραπεζιτών, πόσο είναι σύνθεση και πόσο αντίθεση; Ποια είναι η θέση των άλλων θυλάκων οικονομικής ισχύος, του βιομηχανικού και εμπορικού κεφαλαίου; Απλώς παρακολουθούν το μπρα ντε φερ;
Κι αν πάμε σε μία ακόμη πιο «πανοραμική» του κόσμου, μήπως το πρόβλημα της Ευρώπης δεν είναι απλώς η τύχη του ευρώ και η ανάκαμψη διά της λιτότητας που επιβάλλεται βίαια στις κοινωνίες; Μήπως το πρόβλημά της είναι η διαρκής απώλεια γεωπολιτικής ισχύος σ’ έναν κόσμο που αλλάζει ταχύτατα, αναδεικνύοντας νέα κέντρα επιρροής; Μήπως η Ευρώπη (για την ακρίβεια, οι κυρίαρχες τάξεις της) αντιλαμβάνονται ότι ζουν τη δύση της Δύσης; Μήπως, εξουθενωμένη στον υπόκωφο ανταγωνισμό με τις ΗΠΑ, βλέπει να μετατίθεται το κέντρο του καπιταλιστικού κόσμου στην Ανατολή, στην Ασία ή στη Λατινική Αμερική και στις χώρες-πρωταθλήτριες της ανάπτυξης, την Κίνα, τις BRIC, την Τουρκία που ακόμη κοιτάζει αφ’ υψηλού; Ποια θα ’ναι η μητρόπολη της επόμενης «αυτοκρατορίας»; Το Πεκίνο, το Σάο Πάολο ή το Νέο Δελχί; Και πού θα αναζητήσει νέους εταίρους η Ε.Ε.; Στη Μόσχα; Στον αραβικό κόσμο; Με ποιους όρους;
Ίσως, όμως, η γεωπολιτική σύλληψη του κόσμου, στο πλαίσιο του οποίου οι ιθύνουσες τάξεις οργανώνονται μέσα από ανταγωνιστικά εθνικά συμφέροντα για την κατανομή των αγορών, δεν αντιστοιχεί ακριβώς στη σημερινή παγκοσμιοποιημένη οικονομία. Ποιο απ’ όλα τα «εθνικά συμφέροντα» εκφράζει ένας χρηματοπιστωτικός πολυεθνικός όμιλος που δρα ταυτόχρονα σε πέντε ηπείρους και το μόνο στοιχείο «πατρίδας» του είναι η νομική έδρα του; Τι νόημα έχει ο ανταγωνισμός των εθνικών κρατών για την επιρροή στους διεθνείς οργανισμούς-προπλάσματα της παγκόσμιας διακυβέρνησης, το G20, το ΔΝΤ, τις νομισματικές ενώσεις; Υπάρχει άραγε ένα ενιαίο, «συνωμοτικό» κέντρο που επεξεργάζεται ερήμην των κοινωνιών το πλαίσιο παγκόσμιας διακυβέρνησης; Ή μήπως συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο; Μήπως η σημερινή φάση παγκοσμιοποίησης «έπιασε οροφή» και ζούμε ήδη την απο-παγκοσμιοποίηση και την επιστροφή στον προστατευτισμό, στην υπεράσπιση των εθνικών εξαγωγών και των εθνικών πρωταθλητών;
Και εντέλει, υπάρχει μια στρατηγική και τάση για το μέλλον του καπιταλισμού ή, αντιθέτως, υπάρχουν δυο-τρεις στρατηγικές, ανταγωνιστικές και αλληλοαποκλειόμενες; Ζούμε απλώς έναν ακόμη ταραχώδη οικονομικό κύκλο ή βρισκόμαστε στο σημείο που σκάει με πάταγο ένα «μακρύ κύμα», που κλείνει ένας κύκλος Κοντράτιεφ; Είμαστε στη χειρότερη μεταπολεμική κρίση του καπιταλισμού, εκφρασμένη σαν παγκόσμια κρίση χρέους, ή μήπως βιώνουμε τη μετάλλαξή του σε ένα νέο, μετα-καπιταλιστικό σύστημα που ακόμη δεν το έχουμε ορίσει; Και ποιο είναι το στίγμα της Ελλάδας σ’ αυτή τη θάλασσα «μακρών κυμάτων», οικονομικών κύκλων και ανταγωνιστικών συμφερόντων;
Λένε πως, όταν δεν έχεις τις απαντήσεις, το να θέτεις τα σωστά ερωτήματα είναι μια καλή αρχή. Αλλά, ακόμη και για την ορθότητα των ερωτημάτων δεν είμαστε βέβαιοι. Γιατί, στην πραγματικότητα, δεν είναι ο κόσμος κατακερματισμένος. Κατακερματισμένη είναι η αντίληψή μας γι’ αυτόν. Δεν μας λείπουν τόσο οι πληροφορίες – ίσα ίσα αυξάνονται επικίνδυνα, σαν έξαφνα τα 10.000 κομμάτια του puzzle να γίνονται 20.000, 30.000, αυξάνοντας ανάλογα την απόγνωση. Λείπει η συγκολλητική ουσία της κοσμοθεωρίας – αυτή που άλλοτε έδινε στις ιθύνουσες αλλά και στις υποτελείς τάξεις κάθε κοινωνικού σχηματισμού ένα όραμα για την ανάπτυξή του ή την ανατροπή του. Λέγεται για τον Μαρξ ότι, όταν έγραφε πυρετωδώς το «Κεφάλαιο», απέκρουε τις ενθουσιώδες επιστολές του Ένγκελς για την επαναστατική προέλαση του προλεταριάτου στην Ευρώπη με το αθώο ερώτημα: «Δεν μπορεί το προλεταριάτο να περιμένει να τελειώσω το “Κεφάλαιο”;» Γιατί, πράγματι, το «Κεφάλαιο» ήταν μια μεγαλοφυής σύνθεση του καπιταλιστικού σύμπαντος του 19ου αιώνα. Όπως παλιότερα ήταν, από άλλη οπτική, ο «Πλούτος των Εθνών» του Άνταμ Σμιθ ή αργότερα η «Γενική Θεωρία» του Κέινς. Οι φιλόσοφοι του οικονομικού κόσμου κατέφευγαν στη σκέψη για να ανασυνθέσουν την πραγματικότητα, όταν αυτή εμφανιζόταν απελπιστικά κατακερματισμένη.
Κι εμείς; Τι να κάνουμε; Πριν πνιγούμε στον σωρό από κομμάτια του puzzle, ας αρχίσουμε από τα στοιχειώδη. Ας επιχειρήσουμε να συνθέσουμε τον σκουρόχρωμο σκληρό πυρήνα της εικόνας: ένας οικονομικός πολιτισμός εδραιωμένος στην επιβράβευση της ατομικής απληστίας θα αποκλείει πάντα τη συλλογική ευτυχία. Και θα παράγει κρίσεις. Κρίσεις κάθε μορφής. Από οικονομικές, μέχρι ανθρωπιστικές. Από χρεοκοπίες, μέχρι πολέμους. Άλλωστε, κάτι τέτοιο ομολογούσαν σαστισμένοι πριν από δυο χρόνια, στην κορύφωση της χρηματοπιστωτικής κρίσης, οι κορυφαίοι της διεθνούς πολιτικής ελίτ, που προέβλεπαν με δέος ακόμη και «το τέλος του καπιταλισμού»…
Αυτό μπορεί να είναι ένα πρώτο, στοιχειώδες κομμάτι της εικόνας από την πλευρά της σκέψης. Και στην πλευρά της δράσης; Α, δεν χρειάζεται να κολλήσουμε και το τελευταίο κομμάτι του puzzle. Ας αρχίσουμε από τα βασικά – ιδού μια «επανάσταση του αυτονόητου»: ας υπερασπίσουμε τους όρους της ύπαρξής μας. Υλικούς, ταπεινούς, ίσως και κάπως αναξιοπρεπείς, μετρημένους σε χρήμα και χρόνο. Αλλά απαραίτητους για να διατηρούμε και την πολυτέλεια της σκέψης.