Στο είχα πει, αν φύγεις πρώτος, θα συνεχίσω τον αγώνα
Αγαπητέ μου Λάκη συμμαθητή, συναγωνιστή και σύντροφε.
Το πρώτο βόλι του θανάτου, στις 31 Μαΐου του 1941, αν και εξαγγέλθηκε πομπωδώς δεν κατάφερε να σε βρει. Έβαλαν ασπίδα τη σιωπή τους και σε κάλυψαν 33 Έλληνες πατριώτες και πατριώτισσες, αν και γνώριζαν το μυστικό. Ανάμεσά τους και ο Παναγιώτης Βουτόπουλος, ο αστυφύλακας, ο οποίος σε αναγνώρισε και παρόλο που έχασε τη θέση του δεν σε μαρτύρησε, δεν πρόδωσε, υπέστη όλα τα δεινά της κατοχής.
Το δεύτερο βόλι σε βρήκε κατάστιθα. Η σφαίρα δεν μπόρεσε, όμως, να σε εξοντώσει. Πέρασε μέσα από τα πνευμόνια και έφυγε, δεν σε έριξε κάτω, δεν σε κατέβαλε, όταν τότε που ως αξιωματικός του ΕΛΑΣ πήρες μέρος σε πολλές μάχες εναντίον των κατακτητών.
Ο χάροντας μπροστά σε αυτήν την επιμονή παραμέρισε και περίμενε την εποχή της βιολογικής γήρανσής σου και όταν ήρθε, επέπεσε με μια πρωτοφανή βία. Τρεις φορές σου επιτέθηκε, τρεις φορές κατάφερες να σηκωθείς από το κώμα και να σταθείς όρθιος.
Την τέταρτη φορά, η καρδιά σου δεν άντεξε, και έτσι σε χάσαμε. Ο βιολογικός σου κύκλος έκλεισε.
Όμως, ο κύκλος της αιωνιότητας είναι μπροστά σου. Πολλά είναι τα δείγματα της αγάπης του λαού. Από το πρωί, έρχονται με γράμματα, με κουβέντες, που λένε για τον Λάκη. Να μια απόδειξη μικρή: Ένας συμπολίτης μας, που βρίσκεται ανάμεσά μας -είναι παρόν τώρα εδώ, αλλά ζητά την ανωνυμία-, με ένα του ποίημα δείχνει πώς είσαι ολόρθος, στητός:
«Με τη σημαία σου στητή να κυματίζει
στον ανοιξιάτικον αγέρα
και κατευόδιο τη ματιά μας να δακρύζει
θωρώντας τη στερνή σου μέρα.
Τη θύρα διάβηκες για την αθανασία
εντός μας πάντα θα απομένει
μια άλλη σημαία που μας χάραξε πορεία
όταν την είδαμε πεσμένη».
Αδελφέ μου Λάκη, σύντροφε, φίλε καρδιακέ, είμαστε εδώ, οι φίλοι και οι συγγενείς σου, οι σύντροφοι και οι συναγωνιστές σου. Είναι εδώ οι κόρες σου η Αλεξάνδρα και η Γεωργία, και τα εγγόνια σου ο Δημήτρης, ο Κορνήλιος, και η Δέσποινα.
Είναι εδώ οι συνεξόριστοί σου της Ικαρίας, οι σύντροφοί σου από την Ψυττάλεια, είναι εδώ οι σύντροφοί σου από το κολαστήριο της Μακρονήσου.
Και να προβάλλουν μέσα από τα διάσελα της ιστορίας, μέσα από τα κορφοβούνια και τα μετερίζια του αγώνα, οι νεκροί μας σύντροφοι, αυτούς που χάσαμε στην κατοχή. Είναι οι αγωνιστές του έπους 40-41. Και οι συναγωνιστές μας της εποποιίας της Εθνικής Αντίστασης, έρχονται να σε συναντήσουν, και να σε ρωτήσουν, Λάκη, Απόστολε Σάντα ελευθερωθήκαμε;
Η απάντησή σου, είναι “ναι”, ελευθερωθήκαμε, αλλά μόνοι μας, κανένας άλλος δεν μας ελευθέρωσε. Ο ελληνικός λαός, εμείς μόνοι μας!
Το δεύτερο ερώτημα: αποκτήσαμε μήπως την εθνική μας ανεξαρτησία Λάκη, που την είχαμε χάσει από την επανάσταση του 1821;
Ένα βροντερό “όχι” ακούστηκε. Αν είναι δυνατόν πατρίδα ελεύθερη να έχει ξένες στρατιωτικές βάσεις στο υποτίθεται ανεξάρτητο και κυρίαρχο έδαφός της. Ξένοι δίνουν εντολές και τα στρατεύματά μας βρίσκονται στο Αφγανιστάν, στο Κόσοβο, στον Αραβικό κόσμο και στα παράλια της Παλαιστίνης και του Ισραήλ.
Και η οικονομική υποδούλωση από μέρα σε μέρα, είναι πιο στενή.
Η θηλιά γύρω από το λαό όλο και περισσότερο σφίγγεται με εντολές και μόνο των ξένων. Δεν μας άφησαν να αναπτύξουμε τη βαριά μας βιομηχανία, δεν μας άφησαν να αναπτύξουμε τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, δεν μας άφησαν να αναπτύξουμε την αγροτική μας οικονομία.
Ολόκληρη η χώρα στηρίζεται στο μεταπρατικό της χαρακτήρα, στον τουρισμό. Ευλογούν, δυστυχώς, οι ξενοδόχοι το γεγονός ότι γίνονται πολεμικές συγκρούσεις στα άλλα μέρη της μεσογείου. Τέτοια κατάντια δεν την περίμενε κανένας. Και η πολιτική υποδούλωση είναι η συνέχεια.
Για πρώτη φορά, έτσι νομίζω, από την εποχή του 21 και δώθε, έχουμε τέτοιου είδους υποτέλεια. Μας κυβερνούν οι ολετήρες του έθνους.
Και θα σε ρωτήσουν: αυτή η περίφημη δημοκρατία τι γίνεται; Δεν έχουν διαχωριστεί οι εξουσίες. Η εκτελεστική εξουσία διορίζει τη δικαστική. Και αν υπάρχει αντιπροσώπευση του λαού;
40 έδρες κλέβονται από τα άλλα κόμματα για να ακολουθήσει η πλασματική δημοκρατία του πρώτου κόμματος. Είναι αυτό δημοκρατία;
Προσπάθησε να ησυχάσεις τους συντρόφους μας... Από πολλά πέρασε ο λαός μας, αλλά τώρα απελευθερώθηκε και χάθηκε και πάλι η ελευθερία.
Και στο τελευταίο ερώτημα, τι γίνεται με την κοινωνική δικαιοσύνη; Ούτε το οκτάωρο... τώρα αγωνιζόμαστε να κατοχυρώσουμε το δεκάωρο, το δωδεκάωρο. Σκέψου κατάντια!
Απόστολε, αγαπημένε, Λάκη, φίλε καρδιακέ, τις παραμονές από κάθε διαδήλωση, από κάθε μάχη και οι μελοθάνατοι την παραμονή από κάθε εκτέλεση εξομολογιόταν ο ένας στους άλλους. Λέγαμε καλό βόλι. Και αν δεν σε βρει και ζήσεις, εσύ θα κάνεις, δεν θα στα πω δεν χρειάζεται να τα αναφέρω, τα ίδια, τα όνειρά μας για την πατρίδα, για τον κόσμο, για όλη την ανθρωπότητα.
Όμως, ήμασταν σχεδόν αμούστακα παιδιά, δεν είχαμε γνωρίσει τη γλύκα της ζωής και γι’ αυτό έλεγε ο ένας στον άλλο, αν ζήσεις και δεν σε βρει το καλό το βόλι, μην με ξεχνάς...
Όταν θα γλεντάς στα χοροστάσια της ζωής θα γλεντάς και για μένα, όταν πίνεις το γλυκό κρασί - που δεν το έχουμε πιει τόσο πολύ- θα το πίνεις και για μένα, και όταν θα συναντάς στο δρόμο τους ανθρώπους θα τους χαιρετάς σαν να είμαι εγώ ο ίδιος, ο νεκρός, που δεν ζω.
Λάκη στο είχα πει και τότε στο λέω και τώρα. Εάν φύγεις πρώτος, θα συνεχίσω τον αγώνα, δεν θα αφαιρέσω τα ωμοφόρια από πάνω μου και θα συνεχίσω τον αγώνα για να μείνουν ελεύθεροι οι νέοι, για τα νιάτα, για όλους αυτούς που αφουγκράζονται την ωκεάνια βοή μέσα από τα κοχύλια της θάλασσας και που ταυτίζονται στις μελιχρές ώρες με τα ηλιοβασιλέματα, γιατί περιμένουν ότι και αύριο θα ξημερώσει.
Μόλις συναντήσεις τον Αντώνη Μοσχοβάκη τον Θόδωρο Ρεμουντάκη, τον Λευτέρη Σελλά και τον Γιώργο Λαμπή εκείνη την πρώτη μαθητική ομάδα που είχαμε σχηματίσει θα τους πεις ότι συνεχίζω το δρόμο.