Share |

Παλιοί τρόποι αντίστασης των Ελλήνων σε κατάσταση δυτικής κατοχής

Ζούμε μέρες Δυτικής Κατοχής. Η διαφορές από την τελευταία Κατοχή της Ελλάδας είναι ότι τότε υπήρχε Κατοχική Κυβέρνηση και η κατοχή επεβλήθη στρατιωτικά, ενώ τώρα υπάρχει, εκτός από Κατοχική Κυβέρνηση, Κατοχικό Κοινοβούλιο και η κατοχή επεβλήθη, μέσω των τραπεζών, του ιδιωτικού χρήματος και του χρέους.

ΓΙΑ ΝΑ ΠΛΗΡΩΘΕΙ ΤΟ ΡΗΘΕΝ , ΑΠΟ ΤΟΝ ΤΟΜΑΣ ΤΖΕΦΕΡΣΟΝ , ΤΡΙΤΟ ΠΡΟΕΔΡΟ ΤΩΝ ΗΠΑ:

«Πιστεύω ότι τα τραπεζικά ιδρύματα είναι περισσότερο επικίνδυνα για τις ελευθερίες μας απ όσο οι ετοιμοπόλεμες στρατιές. Εάν ο αμερικανικός λαός επιτρέψει κάποτε στις ιδιωτικές τράπεζες να ελέγξουν τη χρηματική ρευστότητα, πρώτα με τον πληθωρισμό και ύστερα με την ύφεση, οι τράπεζες και οι επιχειρήσεις που αναπτύσσονται γύρω από αυτές, θα στερήσουν από τον λαό όλη την περιουσία του, ωσότου τα παιδιά του ξυπνήσουν άστεγα στη γη που οι πατέρες τους πάτησαν»(1802).

Είναι σεβαστή η άποψη όσων νομίζουν ότι ο όρος "Κατοχή", για να αποδοθεί η σημερινή κατάσταση, είναι υπερβολή ή λάθος. Η διαφορά απόψεων οφείλεται στην πολυποίκιλη παιδεία και πραχτική του "Διαφωτισμού' που έχουμε υιοθετήσει.  Όντας μέρος αυτού του ρημαγμένου πλήθους, που αναζητεί λύσεις απελευθέρωσης από τα πολιτικά και χρηματιστικά δεσμά, πρέπει να σχεδιάζουμε, λαμβάνοντας υπόψη μας τη δυσμενέστερη εκδοχή  και να προετοιμαζόμαστε για το χειρότερο.  Σχεδιάζουμε, μαζί με άλλους, τους τρόπους αντίστασης, χωρίς να θεωρούμε τον εαυτό μας κάτοχο της μόνης αλήθειας.

Από τις πράξεις μας, δεν γνωρίζουμε τι, ακριβώς, θα προκύψει. Όπως λέει και ο Ισπανός ποιητής "διαβάτη, δεν υπάρχει δρόμος, το δρόμο τον φτιάχνεις περπατώντας". Μπορείτε με άνεση και ελευθερία να αμφισβητήσετε τη γνώμη μου και να με κατατάξετε στους ψευδόμενους: "Αγαπητοί, μη παντί πνεύματι πιστεύετε, αλλά δοκιμάζετε τα πνεύματα ει εκ του Θεού εστίν, ότι πολλοί ψευδοπροφήται εξεληλύθασιν εις τον κόσμον"(Επιστολή Ιωάννου Α, δ, 1).  Αλλά, όπως λέει ο Έλληνας φιλόσοφος "Το αληθεύειν εστί κοινωνείν"(Αριστοτέλης). Και το είχε διατυπώσει σαφέστερα ο Ηράκλειτος, κάτι αιώνες πριν:  "Εάν μεν κοινωνήσομεν αληθεύομεν, εάν δε ιδιωτεύσομεν ψευδόμεθα". Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο δυτικότροπος Κορνήλιος Καστοριάδης, όταν γαλουχεί τους αναγνώστες του στη δημοκρατία, ως τη μόνη λύση(τη δική μας ΤΙΝΑ-There Is No Alternative): "Ο πολίτης πρέπει να διδαχθεί να είναι πολίτης... Το μαθαίνουμε κοιτάζοντας την πόλη που ζούμε".  

Η αλήθεια, τελικά, μετριέται στην πράξη. Η κατοχή της αλήθειας είναι μία αενάως ρέουσα και μεταβαλλόμενη γνώση με σκοπό την κατάκτηση της Τελειότητας και του Απόλυτου. Είναι μια σχέση και μια μάχη με τον εαυτό μας και τους άλλους -εχθρούς και φίλους. Όταν αποφασίσουμε να επικοινωνήσουμε, να κοινωνήσουμε ο ένας με τον άλλον σε σχέση Εκκλησίας του Δήμου ή/και των πιστών, θα φανεί η αλήθεια. Ως τότε, η αλήθεια από άτομα που ιδιωτεύουν θα παραμένει μετέωρη και η καθολική αλήθεια θα είναι το ζητούμενο.

 

Υπάρχει, όμως, και η ιστορία, που είναι πράξη παρελθούσα, γεγονότα, τα οποία συνοδεύτηκαν από πλήθος ερμηνειών, αλλά και παρερμηνειών που θολώνουν το παρελθόν και σκοτεινιάζουν το μέλλον. Στην Ελλάδα, υπήρξαν κι άλλες κατοχές, εκτός από την Οθωμανική. Η λατινοκρατία ορισμένων ελληνικών περιοχών ήταν η πρώτη εφαρμογή δυτικών προτύπων κοινωνίας, σε ένα κόσμο, που είχε μάθει να λειτουργεί, ως Εκκλησία, από τα αρχαία χρόνια της Ελληνικής γέννησης της πόλης, του πολιτισμού, της πολιτικής, των επιστημών και της φιλοσοφίας. Και συνέχισε να λειτουργεί, να οργανώνεται και να συνέρχεται ως εκκλησία του Δήμου ή των πιστών, τόσο στη Ρωμαϊκή, όσο και στην Οθωμανική και Λατινική περίοδο. Κάθε πληροφορία, που μπορεί να αντλήσει κάποιος, από την ιστορία, για να διαμορφώσει τους τωρινούς τρόπους ζωής και αντίστασης, είναι χρήσιμη. Και η φιλοσοφία της Δύσης δεν έχει αλλάξει στον τρόπο που υποτάσσει τους λαούς. Οι παλιές δυτικές κατοχές, η πολιτική και ο "πολιτισμός" τους, σε συνδυασμό με τον τρόπο αντίστασης των κατακτημένων Ελλήνων είναι χρήσιμες για το σήμερα και για το τι πρέπει να κάνουμε. 

 

Το κύριο θέμα αυτού του κειμένου είναι οι ΣΥΝΑΔΕΛΦΙΚΕΣ ΕΚΚΛΗΣΙΕΣ, κάτω από την Ενετική Κατοχή. Συναδελφικές Εκκλησίες υπήρχαν μόνο στην Ενετοκρατούμενη Ελλάδα και εξακολουθούν να υπάρχουν και σήμερα, με αποδυναμωμένα τα αρχικά χρακτηριστικά. 

Αναζητώντας την αιτία του φαινομένου, βρέθηκαν τα εξής: 

     Σε αντίθεση με την αποδοχή της κοινοτικής μορφής οργάνωσης των Ελλήνων από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, η Βενετία επέβαλλε τη Φεουδαρχία και αναγνώρισε πολιτικά δικαιώματα μόνο στους Ευγενείς(nobili) και, αργότερα, στους εύπορους πολίτες(civili).  Οι Ενετοί διαμόρφωσαν «ένα δυτικό κοινοτικό πρότυπο, με κλειστά, κληρονομικά χαρακτηριστικά, σε αντίθεση με το ανοικτό και μη θεσμικά κληρονομήσιμο κοινοτικό σύστημα του βυζαντινού κόσμου ή της τουρκοκρατίας. Στον βενετοκρατούμενο ελληνικό χώρο, μέλη των αστικών κοινοτήτων κατ' αρχήν είναι οι Λατίνοι. Από την πλευρά τους, οι greci, οι ελληνορθόδοξοι εγχώριοι πληθυσμοί, θεσμικά απο­ κλεισμένοι από τη λειτουργία τους κατά την πρώιμη βενετοκρατία, θα επι­τύχουν στην εξέλιξη του συστήματος τη διάρρηξη των πλεγμάτων και την αθρόα συμμετοχή τους στα κοινοτικά σώματα. Οι νέες κοινότητες, μικτού χαρακτήρα, επέδειξαν αδιαφορία για τα στοιχεία της εθνοτικοθρησκευτικής ταυτότητας των μελών τους, αλλά έθεσαν ως αυστηρή προϋπόθεση της συμ­μετοχής τους την αποδεδειγμένη νομιμοφροσύνη προς τη Βενετική Πολιτεία και την κοινωνική τους διάκριση»(1).

            Εδώ βλέπουμε ότι η «ταξική διάκριση» και η εξ αυτής προκύψασα, αργότερα, «πάλη των τάξεων» δεν είναι αποτέλεσμα μιας κάποιας οικονομικής εξέλιξης, αλλά κορυφαία πολιτική απόφαση –διαδεδομένη, από τον φεουδαρχικό Μεσαίωνα σε όλη τη Δύση, ως τη μόνη μορφή οργάνωσης του Κράτους.  Οι  μετέπειτα οικονομίστικες μαρξιστικές ή φιλελεύθερες θεωρίες, προσπερνώντας αυτό το ιστορικό γεγονός, διαμόρφωσαν ερμηνείες και ιδεολογίες σε απολύτως λανθασμένη βάση. Τελικά, η πολιτική θεωρία της ανένδοτης "πάλης" των τάξεων, έχω την εντύπωση ότι, σήμερα, ευνοεί μόνο την Ολιγαρχία, η οποία λειτουργεί, εχθρικά, προς το μεγάλο πλήθος των συμπατριωτών της. Έχει εκλείψει η λεγόμενη "εθνική αστική τάξη", που, συχνά - πυκνά συνέπλεε με το πλήθος των συμπατριωτών της. Η ταξικότητα υπερισχύει της Κοινότητας. Η πολιτική λειτουργία, με βάση ταξικά κριτήρια, ήταν ανύπαρκτη ή δευτερεύουσας σημασίας στον Ελληνικό κόσμο, ως την Ελληνική Επανάσταση.  Στις κρίσιμες στιγμές της ιστορίας και παρά την υπαρκτή αντιπαράθεση, υπερίσχυε το κοινό συμφέρον και η Κοινότητα - εγγύτητα των ανθρώπων. Η πάλη Ολιγαρχίας και δήμου είχε "λυθεί", μετά από αντιπαραθέσεις αιώνων, από τα χρόνια που η πόλη – δήμος – δημοκρατία επιβλήθηκε, ως τρόπος διακυβέρνησης, το 461 π.Χ., με τις μεταρρυθμίσεις του Εφιάλτη και του Περικλή. Έκτοτε, στον διαχρονικό Ελληνικό κόσμο, η κυρίαρχη πολιτική ορργάνωση ήταν οι  Αδελφότητες, Κοινότητες, Δήμοι και Εκκλησίες, βασισμένες είτε στη Φιλία του Αριστοτέλη είτε στην Αγάπη του Χριστιανισμού,  που απετέλεσαν και τη βάση των σχέσεων των ανθρώπων μεταξύ τους. Η αδελφοσύνη, σαν πολιτισμική και πολιτική ένοια, ήταν η επικρατούσα αντίληψη σχέσεων, κάτω από κάθε αυτοκρατορία. 

            Η εκδοχή ότι η κοινοτική οργάνωση των Ελλήνων στα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είναι δημιούργημα του θεσμού των μιλετίων, που παραχώρησαν στους ορθόδοξους οι Οθωμανοί κατακτητές ελέγχεται ως λανθασμένη. Οι Έλληνες έφτιαχναν κοινότητες, τόσο μέσα στην Οθωμανική επικράτεια, όσο και στον Λατινοκρατούμενο κόσμο και στη Διασπορά. Η βάση όλων των μορφών οργάνωσης  των Ελλήνων στα νεώτερα χρόνια (Κοινότητα – Αδελφότητα – Κομπανία) ήταν η δημοκρατική συμμετοχή, χωρίς διακρίσεις, στη συνέλευση όλων των μελών και στη λήψη των αποφάσεων. 

            Η διεκδίκηση αυτοδιοικούμενων θεσμών στη λατινοκρατούμενη Ελλάδα δεν γινόταν μόνο από αυτούς που αποκτούσαν πλούτο και διεκδικούσαν ρόλο στη λήψη των αποφάσεων. Έχει καταγραφεί πλήθος εξεγέρσεων, κατά τις οποίες το πλήθος των αποκλεισμένων διεκδικεί πολιτικά δικαιώματα: 

«Στις 17 Μαρτίου 1643 οι σύνδικοι της Κοινότητας των πολιτών της Κέρκυρας υπέβαλαν στο Συμβούλιο προς ψήφιση μία δραματική έκκληση προς τη Βενετία: «Στην άβυσσο της αθλιότητας, όπου ή πιστότατη πόλη μας -άλλοτε χώρος ευτυχέστατος και πλήρης γαλήνης- κείται γεμάτη δυστυχία, άλλο μέσο θεραπείας στις αναπότρεπτες συμφορές της δεν γνωρίζει, από την επίκληση της χάριτος της Γαληνότητάς σας». Ό Νικόλαος Κουαρτάνος, εκλεγμένος πρέσβης της Κοινότητας για να μεταφέρει την έκκληση στη Βενετία, ήταν κατηγορηματικότερος στο κείμενο πού υπέβαλε στη Γαληνότατη: «Η πόλη και το νησί της Κέρκυρας, υπήρξαν πάντοτε ένα σώμα μυστικό (corpomistico), αν και αποτελούμενο από ανόμοια μέλη -πολίτες, ποπολάρους και χωρικούς- [ήταν] πάντοτε πιστό στην υπηρεσία της Γαληνότητάς σας και με κάθε τρόπο ταυτισμένο με το καλό της. Όμως , σε τούτο τον αιώνα του σιδήρου, φαίνεται ότι τα άστρα προκάλεσαν μίαν ολέθρια αναταραχή (pestiferasedinone) και έναν ξεσηκωμό κάποιων ποπολάρων και επέδρασαν στις αμαρτωλές σκέψεις σε τέτοιο βαθμό, ώστε εξάντλησαν την πόλη και σχεδόν σβήνει». Κάποιοι ποπολάροι ταραξίες, συνέχιζε, μηχανεύτηκαν να δελεάσουν τους υπόλοιπους «απερίσκεπτους και απλοϊκούς ποπολάρους και τους χωρικούς, υποβάλλοντας τους την ιδέα ότι θα τους απαλλάξουν από τις αγγαρείες, θα τους βάλουν επιβλέποντες στη σιταποθήκη, θα συμμετάσχουν στα αξιώματα [δίνοντας τους] και άλλες υποσχέσεις, αρκεί να συνεισφέρουν στους χρηματικούς εράνους. Υποδαύλισαν, επιπλέον, τα πάθη στις ψυχές, ακούστηκαν στους δρό­μους ατιμωτικές ύβρεις κατά των δύστυχων πολιτών, ετοιμασίες όπλων και απειλές Σικελικών Εσπερινών…»(2).

("Σικελικός Εσπερινός" ονομάστηκε η σφαγή των Γάλλων στρατιωτών του Κάρολου του Ανδεγαυού, από το Σικελικό λαό, το 1282. Οι αιώνες είχαν περάσει, αλλά κάποια πράγματα ήταν καλά γραμμένα στη θύμηση του πόπολου). 

            Όταν τα κείμενα της εποχής αναφέρονται σε «πολίτες», αυτό αφορά τους λίγους που έχουν το δικαίωμα του πολίτη(cittadini). Το ποια είναι η αναλογία των πληθυσμιακών ομάδων φαίνεται από σωσμένο κείμενο, το οποίο αποκαλύπτει και τον πραγματικό σκοπό των ταραξιών: «Να δημιουργήσουν μία καινούργια Κοινότητα, ανεξάρτητη, για να καταστρέψουν εκείνη πού πάντα διατηρήθηκε και προστατεύτηκε από τη Γαληνότητά σας», αφού έτσι θα προκύψει «μία Κοινότητα τών 300 δύστυ­χων πολιτών και μία άλλη των 40.000 ποπολάρων»(2). Αυτή, περίπου, ήταν η αναλογία "πολιτών" και πόπολου. 

           

Υπήρχε, όμως, κι ένας πιο «φιλήσυχος» τρόπος οργάνωσης και αντίστασης, που στην πορεία υποχρέωσε την Ενετική Διοίκηση να τον αποδεχθεί: Η δημιουργία Συντεχνιών, Αδελφοτήτων και Συναδελφικών Ναών, γύρω από τους οποίους συσπειρωνόταν και οργανωνόταν το χωρίς δικαιώματα πλήθος.

Κατά τον ιστορικό Σ.Ι.Ασδραχά, οι ιερείς έπαιζαν το ρόλο του ληξίαρχου, ήταν εγγράμματοι, με διαφορετικό βαθμό παιδείας, και ήσαν καταγραφείς των κοινωνικών γεγονότων(γέννηση, βάφτιση, γάμος, θάνατος). Πρόκειται, όπως γράφει, για τους πνευματικούς «ταγούς» «μιας συλλογικότητας που εκκλησιάζεται στο ίδιο λατρευτικό καθίδρυμα και (συνήθως) κατοικοεδρεύει στην περιοχή του - είναι η ενορία ή «κοντράδα» στο εφτανησιώτικο ιδίωμα. Πρόκειται για μια γενικευμένη πρακτική, όπου τα δικά μας παραδείγματα αποτελούν μια υποπερίπτωση. Πριν γενικευθούν τα νεκροταφεία, οι άνθρωποι θάβονταν στον ενοριακό τους ναό - «έσω» και «έξω». Στα Εφτά Νησιά οι ναοί αυτοί ήταν συνήθως συναδελφικοί, ιδρυμένοι από μια ομάδα ανθρώπων με θεσμοθετημένο προνομιακό καθεστώς: δεν συντρέχει λόγος να αναφερθώ στη νομική του άποψη, θα υπενθυμίσω μόνο ότι οι συναδελφικές εκκλησίες δεν ήταν άμοιρες ορισμένης «ταξικότητας» - όπως άλλωστε έχει συμβεί και με τη χωροταξία των νεκροταφείων. Δίπλα στην «αταξικότητα» και ο πολυμιγής χαρακτήρας της σύνθεσης των αστικών πληθυσμών που καθόρισε μια διάκριση στα ιερά καθιδρύματα -εκείνη και εκείνα των «ξένων», χωρίς τούτο να σημαίνει ότι οι τελευταίοι εκλαμβάνονταν ως υποδεέστεροι»(3).

            Η συντριπτική πλειοψηφία των Εκκλησιών στα Επτάνησα ήταν Συναδελφικές Εκκλησίες και Αδελφότητες. Σύμφωνα με τα στοιχεία, που επικαλείται ο ιστορικός Ν.Γ. Μοσχονάς, «οι πνευματικές αδελφότητες αποκτούσαν γη, όπου έκτιζαν το ναό και τα γύρω οικόπεδα τα πάκτωναν, για την ανέγερση κατοικιών όσων ήθελαν να γίνουν μέλη της ενορίας. Για να εκλεγούν οι ιερείς, έπρεπε να είναι μέλη της αδελφότητας και η εκλογή τους επικυρωνόταν από τον Βενετό Προβλεπτή ή τον αρχιεπίσκοπο, ο οποίος, συνήθως, παρευρισκόταν στην εκλογή. Εκλογή ιερέως πραγματοποιούσαν και οι συντεχνίες(μαϊστράτζες ή άρτε, όπως αποκαλούνταν). Η αμοιβή των ιερέων προερχόταν από τους αδελφούς και ενορίτες»(4).

Το καθεστώς αυτό κράτησε ως τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, γιατί στη συνέχεια το Ελληνικό κράτος ανέλαβε τη μισθοδοσία των κληρικών και πολλές συναδελφικές εκκλησίες μετατράπηκαν σε ενοριακές, για λόγους οικονομικούς.  Ως τότε, οι συναδελφικές εκκλησίες υπήρχαν, δημιουργούσαν κοινό ταμείο αλληλεγγύης, για τους φτωχούς, και αναλάμβαναν, ακόμα, και επιχειρηματικές δραστηριότητες κοινής ωφέλειας, την ώρα που το «Βασίλειο της Ελλάδος» τις εκχωρούσε σε ξένες εταιρείες. Η ηλεκτροδότηση της Αθήνας δινόταν στην Πάουερ και στα Φαρακλάτα η Συναδελφική Εκκλησία έστηνε «Συναδελφικό Ηλεκτρικό Σταθμό».

«Τα μέλη των Συναδελφικών Εκκλησιών και Αδελφοτήτων συνέρχονταν σε ετήσιες ή έκτακτες συνελεύσεις. Η γενική συνέλευση, το καπίτολο, όπως λεγόταν, ήταν το κυρίαρχο όργανο της αδελφότητας εξέλεγε με ψηφοφορία και πλειοψηφία τα μέλη του προεδρείου και τους άλλους αξιωματούχους της αδελφότητας, καθώς επίσης και τους ιερείς και τα νέα μέλη της. Όλα τα θέματα που ενδιέφεραν την αδελφότητα παρουσιάζονταν, συζητούνταν και θέτονταν σε ψηφοφορία στη γενική συνέλευση που έπαιρνε με πλειοψηφία τις αποφάσεις»(4).  

Και ο λόγος ίδρυσης Συναδελφικών Εκκλησιών και Αδελφοτήτων ήταν απλός και τον εξηγεί ο ιστορικός Στ. Μπίρταχας:  «Από όσα ξέρουμε μέχρι σήμερα, με την κατάκτηση των Ιόνιων νησιών από τη Βενετία πολλοί από τους τότε σωζόμενους ναούς και τις μονές περιήλθαν στην εξουσία της με τη μορφή του iuspatronato. Το δικαίωμα αυτό, στο οποίο συμπεριλαμβανόταν η διαχείριση και η κάρπωση των εισοδημάτων των ιερών αυτών χώρων, το παραχωρούσε η ίδια σε πρόσωπα που ήταν στην υπηρεσία της ή σε ιερείς. Η παραχώρηση ήταν "προσωπική", αλλά μετατρεπόταν σε "κληρονομική" στην περίπτωση που αποδέκτες ήταν οικογένειες· τότε το δικαίωμα μπορούσε να μεταβιβαστεί μόνο σε νόμιμους διαδόχους και όχι σε τρίτα πρόσωπα. Το δικαίωμα απαγορευόταν να πουληθεί ή να ανταλλαγεί με κάποιο υλικό αγαθό, αφού λογιζόταν ως πνευματικό. Σε περίπτωση θανάτου του δικαιούχου ή έλλειψης άμεσων διαδόχων το ευεργέτημα επέστρεφε στο κράτος, ενώ απαγορευόταν να περιέλθει στην κυριότητα των δανειστών του αποθανόντος. Για να είναι νόμιμη η παραίτηση του ευεργετούμενου από τα δικαιώματα του προς όφελος κάποιου συγγενικού προσώπου έπρεπε να εγκριθεί από την πολιτεία. Η παραχώρηση γινόταν με έκδοση σχετικού διατάγματος από τη Γερουσία υπό ορισμένους όρους μάλιστα ένας από τους όρους αυτούς υποχρέωνε το δικαιούχο, αν δεν είχε ασπασθεί το μοναχικό βίο, να χειροτονηθεί ιερομόναχος μέσα σε καθορισμένη προθεσμία, εφόσον επρόκειτο να δεχτεί την παραχώρηση μονής. Όταν το εκκλησιαστικό ευεργέτημα περιλάμβανε τη φροντίδα και τη διαποίμανση πιστών, ο δικαιούχος ήταν υποχρεωμένος να διαμένει μόνιμα στον τόπο του ευεργετήματος»(5).

Οι Ενετοί αντιμετώπιζαν τις εκκλησίες και τα μοναστήρια που βρήκαν, σαν κρατική ιδιωτική περιουσία, που δινόταν ως επικαρπία και εισόδημα σε αρεστούς και υπάκουους.  Άμα πούμε ότι η Βενετία, με τον τρόπο αυτό θέλησε να θέσει υπό την εξουσία της τους ορθόδοξους, ελέγχοντας υπάκουους ιερείς και ηγούμενους, πόσο λάθος θα έχουμε κάμει; Πώς να μην αρχίσουν οι καταχτημένοι να φτιάχνουν τις δικές τους Εκκλησίες και γύρω τους να συγκροτούν τις δικές τους σχέσεις αδελφότητας, μακριά από έλεγχο του κατακτητή; 

Πέραν όλων των άλλων λόγων, το σχέδιο ενσωμάτωσης του πληθυσμού απέτυχε, γιατί στις Ενετικές κτήσεις οι ορθόδοξοι επινόησαν τις Συναδελφικές Εκκλησίες. Ήταν ένας από τους πολλούς τρόπους αντίστασης των ευρισκόμενων υπό δυτική κατοχή Ελλήνων. Παρά τις πολλές εξεγέρσεις που καταγράφηκαν στα 300 χρόνια της Ενετικής κατοχής, η ειρηνική ζωή είναι ανθρώπινο χαρακτηριστικό. Οι άνθρωποι, που δεν είχαν το δικαίωμα του "πολίτη" δεν ήταν δυνατόν να βρίσκονται, όντας άοπλοι, σε συνεχή πόλεμο με υπέρτερες δυνάμεις. Οι αδελφότητες δεν ήταν θεσμοί προτεινόμενοι από την Βενετική Διοίκηση, αλλά μορφή οργάνωσης των αποκάτω, σε όλες τις κτήσεις και στην ίδια τη Βενετία. Ο Ν.Γ. Μοσχονάς αναφέρει ότι «τον 18ο αιώνα υπήρχαν στη Βενετία 290 αναγνωρισμένες αδελφότητες, ενώ παράλληλα λειτουργούσαν λαθραία 157, που κλείστηκαν το 1704 από το Συμβούλιο των Δέκα». Και προσθέτει ότι «η οργάνωση και λειτουργία των (ορθόδοξων και λατινικών) αδελφοτήτων στα ιόνια νησιά κωδικοποιήθηκε με τον εκκλησιαστικό κανονισμό που εκδόθηκε από τον Γενικό Προβλεπτή για τη Θάλασσα Αυγουστίνο Sagredoτο 1754»(4). Τα κριτήρια αναγνώρισης ή κατάργησης των αδελφοτήτων ήταν πολλά και, προφανώς, το βασικό κριτήριο ήταν η αναγνώριση της Ενετικής επικυριαρχίας. 

Η κωδικοποίηση των αδελφοτήτων, 43 χρόνια πριν την κατάλυση της Βενετικής αυτοκρατορίας, δείχνει ότι αναγνώρισαν κάτι που υπήρχε και δημιουργήθηκε από μόνο του. Σε αντίθεση με την ύπαρξη συνέλευσης, χωρίς αποκλεισμούς, που υπήρχε στις Ελληνικές κοινότητες της  Διασποράς και της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, η Βενετία, εξ αρχής, επέβαλλε την ταξική διάκριση και αναγνώριζε μόνο την Κοινότητα των Ευγενών και αργότερα αυτή των πολιτών που είχαν αποκτήσει οικονομική δύναμη. Η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού βρισκόταν χωρίς αυτοδιοικητικό θεσμό.

Στους αιώνες της λατινικής κατοχής, η σχέση του πόπολου και οι οργανώσεις του, με το Ρετζιμέντο(Διοίκηση) της Βενετίας πέρασαν από σαράντα κύματα και ήταν αποτέλεσμα είτε διεκδίκησης είτε αυτοοργάνωσης. Οι Ενετοί από τη μία ήθελαν να επιβάλλουν στον ελληνορθόδοξο πληθυσμό την κυριαρχία τους και τις δικές τους λογικές και από την άλλη χρειάζονταν τους ντόπιους, για την άμυνα των κτήσεων και τους πολέμους με τους αλλόθρησκους Οθωμανούς.  Η Βενετία ήρθε αρκετές φορές σε σύγκρουση με την Παπική Εκκλησία, η οποία απαιτούσε αυστηρότερη πολιτική στον προσηλυτισμό και την αντιμετώπιση των «σχισματικών». Ήταν η εποχή της Αντιμεταρρύθμισης, της επαναλειτουργίας της Ιεράς Εξέτασης, του καψίματος των βιβλίων, της ίδρυσης των μοναστικών ταγμάτων και της δημιουργίας της Ουνίας, για την επιβολή και αναγνώριση της πρωτοκαθεδρίας της Ρώμης από τους ορθόδοξους πληθυσμούς. Είναι η εποχή που η Ορθοδοξία εξαφανίζεται –όχι πάντα ειρηνικά- από την Ιταλική χερσόνησο και άλλες καθολικές περιοχές, κάτι που δεν συνέβη στις κτήσεις της Βενετίας.

Η πρώτη αιτία ίδρυσης Συναδελφικών Εκκλησιών μπορεί, κάλλιστα, να εντοπιστεί στην έλλειψη δικαιωμάτων αυτοδιοίκησης και στην ανάγκη οργάνωσης της ζωής του πόπολου. Το γεγονός ότι οι περισσότερες δημιουργήθηκαν από οικονομικά εύπορους ή και άρχοντες ενταγμένους στο LibroD’ Oro δεν αναιρεί αυτή την αρχική διαπίστωση. Η σημερινή δογματική αντίληψη για την "πάλη των τάξεων" δεν μπορεί να ερμηνεύσει τα γεγονότα εκείνης της εποχής. Η «ταξική αντίθεση», σε πολλές ιστορικές στιγμές της Ενετοκρατίας και της Αγγλοκρατίας,  υποχωρούσε μπροστά στην αλληλεγγύη των κατοίκων. Ευγενείς και μορφωμένοι αστοί ηγήθηκαν εξεγέρσεων και στα χρόνια της Αγγλοκρατίας. Μέλη αρχοντικών οικογενειών ηγήθηκαν της «Επανάστασης του Σταυρού», που σκοπός της ήταν η διαγραφή των αγροτικών χρεών, και μορφωμένοι αστοί προχώρησαν στην ίδρυση του Ριζοσπαστικού Κόμματος, η συντριπτική πλειοψηφία του οποίου ήταν αγρότες («Είμαστε Κόμμα στο βαθμό που κόμμα είναι όλος ο λαός», έλεγε ο γαιοκτήμονας και ηγέτης των Ριζοσπαστών Ηλίας Ζερβός - Ιακωβάτος).

Αδελφότητες, Κομπανίες και Κοινότητες είχαν, στην ουσία και στους σκοπούς των, τόσο όμοια τα χαρακτηριστικά λειτουργίας, που οι λέξεις, πολλάκις, εξέφραζαν το ίδιο πράγμα.  Στην πόλη Μίσκολτς της  Αυστροουγγαρίας, η κοινότητα εκείνης της διασποράς -που επέμενε να αυτοδιδάσκεται ελληνικά- αποκαλεί τον εαυτό της «κομπανία». Και μια «μικρή» λεπτομέρεια, που «ξεχνιέται», εξ αιτίας του είδους της παιδείας μας: Στο Μίσκολτς δεν υπήρχε κομπανία Ελλήνων στο γένος. Ήταν ελληνόφωνοι Βλάχοι, μετανάστες από τη Μοσχόπολη της σημερινής Αλβανίας(6)

 

Σε όσα αναφέρθηκαν, ως τώρα, βλέπουμε τη διαφορά Ρεπούμπλικας και Δημοκρατίας, τη διαφορά του ναού ius patronato pubblico(υπό την πατρωνία του Κράτους) και της δημοκρατικής συναδελφικότητας της ελληνορθόδοξης εκκλησίας, τη διαφορά του συναδελφικού τρόπου εκλογής ιερέων και του τρόπου διορισμού των Ενετών, τη διαφορά του Ελληνικού παραδείγματος από το ατομικιστικό Δυτικό πρότυπο, που, σήμερα, έχει γίνει το κυρίαρχο στη ζωή μας. Ό,τι επιβίωσε κάτω από μαύρες κατοχές, σκεπάστηκε και λησμονήθηκε, από το είδος της μοντέρνας σχολικής και εξωσχολικής παιδείας. 

Με την πλύση εγκεφάλου και τη στρεβλή παιδεία του σχολείου, μέσω του ελέγχου των ΜΜΕ και του χρήματος, με την ένοπλη ισχύ των κρατικών πραιτοριανών, οι σημερινές αυτοκρατορίες, επιλέγουν και διορίζουν το υποτελές κοινοβούλιο, με τη μέθοδο των ολιγαρχικών εκλογών. Όπως και τότε, οι εγχώριοι λίγοι πλούσιοι εξακολουθούν να κυβερνούν, ως εκπρόσωποι ξένων δυνάμεων, εξαρτώμενοι οικονομικά από αυτές, χάρις σε πολιτικές, που στερούν το δικαίωμα του λαού να αποφασίζει.  Ο Αριστοτέλης έχει διαγνώσει, από παλιά, τη χρήση φαινομενικά "δημοκρατικών" μεθόδων για το στήσιμο μιας απατηλής εικόνας "δημοκρατίας": «Τέταρτος τρόπος είναι να συγκεντρώνονται και να διαβουλεύονται όλοι για όλα... , οι δε άρχοντες να μην αποφασίζουν για τίποτε, αλλά μόνο να προτείνουν προς έγκριση ή μη». Κι αν αυτός ο τελευταίος τρόπος φαίνεται ότι εξασφαλίζει την απόλυτη συμμετοχή, δίνει δηλαδή την εντύπωση της ιδανικότερης δημοκρατικής εκδοχής, η εικόνα αυτή γκρεμίζεται αμέσως από τις συνακόλουθες διευκρινίσεις του: «Με τον τρόπο αυτό διοικείται το τελευταίο είδος δημοκρατίας στις μέρες μας, το οποίο υποστηρίζουμε ότι είναι ανάλογο με τη δυναστευτική ολιγαρχία και την τυραννική μοναρχία». (Αριστοτέλους, Πολιτικά).

 

Ο «διαχωρισμός Εκκλησίας και Κράτους» είναι ένα ακόμα δυτικό παραμύθι, που αναμασούν όσοι συμπατριώτες δεν ξέρουν ιστορία και διαμορφώνουν άποψη βασισμένη σε δυτικοφερμένα ιδεολογήματα και πολιτικές πραχτικές.

Επανίδρυση της Εκκλησίας και της Δημοκρατικής Πολιτείας, με την πλήρη σημασία των δύο αυτών ελληνικών λέξεων, είναι το ζητούμενο.

Καθόλου τυχαία, μια πρωτοβουλία πολιτών  στην Κεφαλονιά πήρε το όνομα «Συναδελφική Κομπανία».  Συμμετέχουν πρόσωπα διαφορετικής οικονομικής και ιδεολογικής κατάστασης και άτομα που ανήκουν σε τρεις θρησκείες, αγνωστικιστές και άθεοι, Έλληνες και αλλοδαποί, με τον ίδιο κοινό σκοπό: Την οργάνωση της άμυνας των ανθρώπων και την, από κοινού χάραξη του δρόμου προς την ελευθερία και ευημερία του καθένα και όλων μαζί. Είναι ο προτεινόμενος τρόπος αντίστασης στη σημερινή Ευρωπαϊκή Κατοχή. Η φτωχοποίηση και η απαλλοτρίωση περιουσιών και ζωής πρέπει να γίνει υπόθεση ανθρώπων που ξέρουν να συμπάσχουν, ενώ παράλληλα οργανώνουν την καθημερινότητα τους, με τον αρχαίο ελληνικό τρόπο της Εκκλησίας του Δήμου. Όπου το κράτος καταλύεται, από κάποιους λίγους, εξαρτημένους από ξένες δυνάμεις, γεννιέται, ως αντίδοτο και προσεχές αντίπαλο δέος, η κοινότητα. 

Σε κάθε τόπο ας αναζητηθεί ο πρόσφορος τρόπος οργάνωσης όλου εκείνου του πληθυσμού, που κατανοεί, συμπάσχει και αναζητεί απελευθέρωση από τα δεινά που επιφέρει η ξενική Κατοχή. Κάτω από τη μύτη του εχθρού, που διαφεντεύει τη ζωή μας και απαλλοτριώνει τους κόπους μας, μετατρέποντας τη χώρα σε Φεουδαρχικό Καθεστώς, εμείς με την οργάνωση της αλληλεγγύης και της αδελφοσύνης, με την οργάνωση της συνεργατικής επιχειρηματικότας, να κυριαρχήσουμε στις αγορές και στην πολιτική. Αυξάνοντας την ενδογενή παραγωγή, αγοράζοντας ό,τι παράγει ο διπλανός μας, βοηθώντας όποιον καταστρέφεται, δίνοντας από το υστέρημα ή το πλεόνασμα μας σ’ όποιον είναι αδύναμος και ισχυροποιούμενοι οικονομικά και πολιτικά, να οδηγηθούμε προς την απελευθέρωση και την ευημερία. 

Η Δύση δεν άλλαξε. Εμείς αλλάξαμε, εκπαιδευμένοι σε δυτικά πρότυπα. Η αντίληψη ότι η εξαθλίωση γεννά, αυτόματα, την εξέγερση είναι μία ακόμα φενάκη. "Για να γυρίσει ο ήλιος θέλει δουλειά πολλή". 

Ας φτιάξουμε δημοκρατικούς θεσμούς για όλο το πλήθος, δίχως κάθε είδους διαχωρισμούς, μακριά από τον έλεγχο τους υποταγμένου κράτους. Η συνεργατική Ελλάδα ήταν αυτή που κατέστησε οικονομικά και πολιτικά ανθηρές των Ελλήνων τις κοινότητες , κάτω από κάθε επικυρίαρχο καθεστώς.  Είναι άμυνα και προετοιμασία της τελικής αντεπίθεσης, η δημιουργία "Φιλικών Εταιρειών" παντού. 

Μια υπόσχεση: ΔΕΝ ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΟΥΜΕ ΤΙΣ ΚΑΤΑΣΧΕΣΕΙΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ, ΤΟ ΞΕΠΟΥΛΗΜΑ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΗ ΕΞΑΘΛΙΩΣΗ. Πρόκειται για απαλλοτρίωση, με νόμους, που έχουν όλα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα ξένης κατοχής.

Ό,τι μας κλέβουν, με τη βοήθεια ενός κατοχικού κοινοβουλίου, θα το πάρουμε πίσω, επιβάλλοντας  Δημοκρατία.

 

Ο Ελληνισμός δεν είναι εκείνος ο δυτικής έμπνευσης φοβικός εθνικισμός. Είναι η Ελληνική Δημοκρατία. Είναι η Εκκλησία. Είναι ο Οικουμενικός Πολιτισμός.

ΑΥΤΟ ΛΕΕΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ.  

 

ΠΗΓΕΣ: 

1. ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΠΑΠΑΔΙΑ-ΛΑΛΑ: ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΩΝΤΑΣ ΤΗΝ «ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ» ΣΤΙΣ ΒΕΝΕΤΟΚΡΑΤΟΥΜΕΝΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΕΣ ΠΕΡΙΟΧΕΣ. ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΑΡΧΕΙΑΚΕΣ ΠΗΓΕΣ

2. ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΑΡΒΑΝΙΤΑΚΗΣ: «ΟΙ ΠΟΠΟΛΑΡΟΙ ΑΠΕΙΛΟΥΝ ΣΙΚΕΛΙΚΟΥΣ ΕΣΠΕΡΙΝΟΥΣ» ΚΕΡΚΥΡΑ 1633-1644

3. Σ. Ι. ΑΣΔΡΑΧΑ: Η ΚΑΤΑΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΦΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΣΤΑ ΕΛΛΗΝΙΚΑ ΝΗΣΙΑ

4. Ν.Γ. ΜΟΣΧΟΝΑΣ: «ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΕΣ ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΕΣ ΛΑΪΚΩΝ»

5. ΣΤΑΘΗΣ Δ. ΜΠΙΡΤΑΧΑΣ: «ΟΙ ΓΝΩΜΟΔΟΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ PAOLO SARPI ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΕΛΛΗΝΟΡΘΌΔΟΞΟΥΣ ΒΈΝΕΤΟΥΣ ΥΠΗΚΌΟΥΣ ΤΩΝ ΙΟΝΙΩΝ ΝΗΣΙΩΝ»

6. ΟΛΓΑ ΚΑΤΣΙΑΡΔΗ-HERING: «ΑΔΕΛΦΟΤΗΤΑ, ΚΟΜΠΑΝΙΑ, ΚΟΙΝΟΤΗΤΑ. ΓΙΑ ΜΙΑ ΤΥΠΟΛΟΓΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΚΟΙΝΟΤΗΤΩΝ ΤΗΣ ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ, ΜΕ ΑΦΟΡΜΗ ΤΟ ΑΓΝΩΣΤΟ ΚΑΤΑΣΤΑΤΙΚΟ TOY MISKOLC (1801)»