Share |

Σαν τον Σκίπη, του Πετεφρή

Στην εκλείπουσα γενιά μου,παρατήρησα ένα φαινόμενο απωθητικό. Το είχα χαρακτηρίσει το 1981,στο λησμονητέο περιοδικό "Τέχνη και πολιτισμός" :ανήκω μιά γενιά που δεν τα έχει χαλάσει με κανέναν πρόγονο, γράφει συμβατικά και ελπίζω να ξεχαστεί σαν τον Σκίπη.

Αφησα σιωπηρά να κυλήσει το σώμα δύο τουλάχιστον γενεών, νά χω αβάντζο ανάμεσα στις λέξεις.

Τα ίδια παντελάκη μου.

Παπούδες μας μεγάλωσαν. Οχι πατεράδες. Οι πατεράδες φέρθηκαν σαν μεγάλα αδέσποτα αδέρφια. Ηταν νικητές ή νικημένοι. Απορροφημένοι. Τον γεννηθέντα το 1928, το 1930 ουδέποτε ένοιωσα ως γονέα.Είτε μιλάμε γιά τον Δάλλα, είτε γιά τον Αναγνωστάκη,είτε γιά την δικη τους σειρά σε άλλες δισιπλίνες. Μαρωνίτης, Χατζιδάκις, Φατούρος,ακόμη και ο καημένος ο Χριστιανόπουλος. Σήμερα πάνω από τα ογδόντα,όσοι επιζούν, δεν στέγνωσαν. Δεν λυπήθηκαν.Δεν παραδόθηκαν στον θρήνο.Δεν  καταθεσαν την μάσκα, κι άς τελείωσε η παράσταση. Την κάρφωσαν στην πόρτα τους.

Σε λίγο κλείνει ο αιώνας τους.

Οι παπούδες που μας μεγάλωσαν ,ήταν αναγκαστικοί, ωσάν εκειούς που έμειναν στο χωριό όταν τα παδιά τους πήγαν Γερμανία. Φορώντας τα άνορακ που μας έστελναν κάθε Χριστούγεννα, μιμηθήκαμε το ύφος κάθε ενδιαφέροντος τύπου γεννημένου μεταξύ 1890 και 1920.

Αλλα μιμηθήκαμε χωρίς ύφος.

Οι πιό γνωστοι από αυτούς που σήμερα "τρέχουν" μεταξύ 55 και 70,οι γεννημένοι μεταξύ 1940 και 1955,συγκλίνουν προς ένα προβλεπόμενο ύφος. Σε συγκεκριμένες μορφές λόγου που πήγασαν από την πρώτη αθηναϊκή σχολή, από ηττημένους παλαμιστές, από κάθε βότσαλο της γενιάς του 30.Κατα τα λοιπά,οι συνομήλικοι της άλλης όχθης, όπου ματαίως παιδεύομαι από το 1962,προσκυνούν ένα αδίστακτο κορφολόγημα από εξυπνάδες και γνωμικα ,που διαμορφώθηκαν σε άλλων καφενεία, σε άλλων φλερτ, με αλλοιώτικες συνθήκες. 

Βγαίνω από το σπίτι μου άλλοτε ως ροκάς που σιχαίνεται τους ποζεράδες, άλλοτε ως Γρυπάρης με αίσθηση αδικίας που αποπνέει το κοινωνικό του εκτόπλασμα. Μιά μέρα, υπό τον Τριστάν Τζαρά. Την άλλη, ως ορκισμένος οπαδός του Εγγονόπουλου.Βαράει τα μηνίγγια ο Σιμπέλιους, είτα ο Δελιάς. Ολα επιλεκτικά, αρκεί να είναι προσωρινό το μέινστρημ που αναδίνουν, αρκεί να μη πέσουμε στη λούμπα.

Λούμπα, δηλαδή λάκκος με νερό, είναι πάντα, να γράφεις σαν τον Τερζάκη, τον Χουρμούζιο, να αγαπάς Σικελιανό, να προκρίνεις τον όρο "εθνικός" ή "κοινωνία σε κρίση".Η σοβαροφανής κριτική γραφή έχει ολοκληρωθεί και σε αυτήν την γενιά,πλήρως. Μάλιστα, έχει υποκλαπεί κι από τους σαραντάρηδες. Που νομίζουν πως έμαθαν την δουλειά.Ενώ έμαθαν τα χούγια.

Ανοίγοντας μιάν εφημερίδα του 1930, ενα ευπωλητο βιβλίο του 1920, δύσκολα διακρίνεις άλλον φραγμό έξω από την εντύπωση μιάς συντηρημένης, δηλαδή αλατισμένης γλώσσας.Σήμερα,πολλοί συγγραφείς εξηγούν τι συμβαίνει στον Στέφανο όταν επιστρέφει στην γενέθλια πόλη. Μήτε στον 19ο αιώνα δεν ενδιέφερε ο Στέφανος. Κανέναν.

Γι΄αυτό και τώρα που απομένουν λέξεις οι οποίες ήδη έχουν γεννηθεί και περιμένουν υπομονετικά να εξαχθούν από την λογοτεχνική απόφυση,νομίζω πως δικαίως κυνηγώ όχι πλέον το ιδιωματικό, όσο το σαρκαστικό και το δηκτικό.

Τριάντα χρόνους υπάρχει το χιπ χοπ, έναν αιώνα το εμπορεύσιμο μπλουζ. Ακόμη θεωρούνται έκνομες ενέργειες για τον ρουτινιέρη της γραφής.

Με τέτοια και με άλλα, δεν είναι να απορείς και να γελάς, που θεωρείται ήπιος και λογικός ο Παπαχελάς.

 

(Πετεφρής, κατά κόσμον Πάνος Θεοδωρίδης)

 

(πίνακας: Peter Ciccariello, the remains of a poet)