(μέρος Β)
Άρθρο | Μάρτιος 13, 2013 - 10:00μμ | Από Σταύρος Αντύπας
Πανηγυρίζουν οι απανταχού θιασώτες της κερδοσκοπικής ανάπτυξης για την εύρεση υποθαλάσσιων κοιτασμάτων υδρογονανθράκων στο Ιόνιο, η ποσότητα των οποίων επιβάλλει την ταχύτατη συνέχιση των διαδικασιών με σκοπό η μεγάλη «μπίζνα» των εξορύξεων να αποδώσει άμεσα τα αναμενόμενα. Στο κέντρο του άμεσου ενδιαφέροντος και η Κεφαλονιά, που σύμφωνα με απόρρητες εκθέσεις που σχεδόν στο σύνολό τους δημοσιεύτηκαν (!) κάθεται ακριβώς πάνω από ένα σημαντικό κοίτασμα, ικανό να εξασφαλίσει την κερδοσκοπική αυτονομία των εμπόρων της επίπλαστης αλήθειας. Είναι μάλιστα καθ όλα ύποπτο το γεγονός ότι ενώ από τη δεκαετία του 1990 υπήρχαν σαφείς ενδείξεις των κοιτασμάτων στην περιοχή μας, οι σωτήρες της ευρωπαϊκής ενεργειακής αυτονομίας ανέμεναν αφενός την εξάντληση άλλων κοιτασμάτων και την ουσιαστική πτώχευση της χώρας, με σκοπό να πιάσει τόπο το παζάρι των αντισταθμιστικών ωφελειών και βεβαίως με την ανοχή τοπικών αρχόντων, σταδιακά αλλά αποτελεσματικά υποβάθμισαν κάθε παραγωγικό τομέα του νησιού, προσδοκώντας σε μια τοπική πλειοψηφική συμμαχική τάση που θα περίμενε το δώρο των εξορύξεων όπως οι ιθαγενείς τα πρώτα καθρεφτάκια, χωρίς να είναι στη θέση να αναλογιστούν την εκτυφλωτική λάμψη του ψέματος. Και μάλλον πέτυχαν στον σκοπό τους. Λαμπρή μάλιστα απόδειξη περί των ψευδών ή έστω παραπλανητικών ισχυρισμών είναι ότι ενώ μέχρι τώρα διαβεβαίωναν για την πιθανότητα η τοποθέτηση της δεξαμενής άντλησης να είναι δυτικά του Κατάκολου και μίλια μακριά από τα νησιά μας (δεν θα άλλαζε φυσικά και τίποτα), τώρα μαθαίνουμε δια των απορρήτων εκθέσεων ότι «καθόμαστε» πάνω στο καλύτερο κοίτασμα του Ιονίου.
Ως προς το μεγάλο παιχνίδι που για 20 περίπου χρόνια παίχτηκε στις πλάτες των Ιθακήσιων και Κεφαλλονιτών, ένα παιχνίδι που έφερε βασικά παραγωγικά προϊόντα του τόπου στον πλήρη εξευτελισμό, τις παραγωγικές δυνάμεις σε κατάσταση γραφειοκρατικής αγκύλωσης και αναγκαστικής διαπλοκής με παράπλευρους χρηματοδοτικούς μηχανισμούς αφού οι θεσμικοί είχαν καπελωθεί από «λίγους κι εκλεκτούς», τις εναλλακτικές πηγές ενέργειας εργολαβικό έρμαιο μεγάλου επιχειρηματία της σημιτικής εποχής, την αλιεία να εξαφανίζεται επιδοτούμενη από την Ε.Ε με την πρόφαση της υπεραλίευσης και με σκοπό να μείνουν στις θάλασσες λίγοι με μεγάλους στόλους κι όχι πολλοί με ένα μικρό αλιευτικό θα επανέλθουμε, γιατί δεν είναι τυχαίες και ανακόλουθες μεταξύ τους πρακτικές, αλλά μεθοδευμένη υποβάθμιση με σκοπό τώρα, στις μέρες μας, οι εξορύξεις να φαντάζουν ως μοναδική σανίδα σωτηρίας για την διόρθωση των οικονομικών δεικτών. Μα μήπως το ίδιο δεν έκαναν και στη χώρα, που ενώ έβλεπαν το βύθισμα της, την άφησαν στο έλεος της ίδιας της νοοτροπίας της με σκοπό το πλήρες και ολοκληρωτικό ξεπούλημα κάθε σπιθαμής και κάθε κόκκου εθνικού πλούτου;
Με το σημερινό κείμενο απλά θα προσπαθήσουμε και πάλι μήπως και ανοίξει ένας διάλογος στην τοπική κοινωνία για το τι ακριβώς κρύβεται πίσω από τα μεγάλα λόγια της εξορυκτικής οικοπεδοποίησης ενός πελάγους που θα έπρεπε να ανήκει απλά στα ψάρια του και να το απολαμβάνουν οι απανταχού θαυμαστές του. Για το σκοπό αυτό, χρησιμοποιούνται ως πηγές κείμενα οργανώσεων με περιβαλλοντικές ευαισθησίες καθώς και έγγραφα της Ε.Ε, ενώ επιδιώκουμε σύντομα την ανάληψη εκ μέρους της Κίνησης Δια-λογος Δράση πρωτοβουλίας για ημερίδα με τα σχετικά θέματα.
Πρώτα από όλα, οι εξορύξεις σε μεγάλα βάθη ιδιαίτερα πάνω σε μια έντονη σεισμική περιοχή όπως η δική μας, επαυξάνουν τις πιθανότητες ενός ατυχήματος. Η εμπειρία από παρόμοια ατυχήματα είναι τραγική κι όλοι μπορούμε να φέρουμε στην μνήμη μας εικόνες που τότε έκαναν τον γύρω του κόσμου, αναγκάζοντας ακόμη και τη μητρόπολη (ΗΠΑ) αυτής της μορφής ανάπτυξης να κηρύξει απαγορευτική την συγκεκριμένη δραστηριότητα.
Το πετρέλαιο έχει αργούς ρυθμούς διάσπασης σε κλειστές θάλασσες, όπως η Μεσόγειος, με αποτέλεσμα να χρειάζονται πολλές δεκαετίες μέχρι την πλήρη του βιοδιάσπαση. Έτσι, σε μια τέτοια «ατυχή» αλλά όχι και τόσο σπάνια λόγω των σεισμών της περιοχής μας περίπτωση, οι επιπτώσεις στη θαλάσσια βιοποικιλότητα και τις ανθρώπινες κοινωνίες θα έχουν διάρκεια πολλών δεκαετιών. Η διαρροή πετρελαίου στο θαλάσσιο περιβάλλον επηρεάζει δυσμενώς την επιτυχία αναπαραγωγής, το μεταβολισμό, τη συμπεριφορά, τη φυσιολογία και την ανάπτυξη των ειδών, καθώς και τη γενικότερη λειτουργία των φυσικών οικοσυστημάτων. Εξαιτίας των πολύπλοκων τροφικών σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ των οργανισμών (από τους μικροοργανισμούς, το πλαγκτόν, τη θαλάσσια βλάστηση, τα ψάρια, μέχρι και τους ανώτερους οργανισμούς και, φυσικά, τον ίδιο τον άνθρωπο), αλλά και της αλληλεπίδρασής τους με το περιβάλλον, οι αλλαγές που προκαλούνται σε περίπτωση ατυχήματος είναι τραγικές και διαρκείς.
Πέραν της επίδρασής του στο θαλάσσιο περιβάλλον, το πετρέλαιο μεταφέρεται υπό τη δράση των ανέμων, των θαλάσσιων ρευμάτων, των κυμάτων και της παλίρροιας, καταλήγοντας στις ακτές. Η επικόλλησή του στις βραχώδεις επιφάνειες, αλλά και η ενσωμάτωσή του στο αμμώδες υπόστρωμα παρατείνει τη διάρκεια των επιπτώσεων, που αυτονόητα σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο θα καταστρέψει σπάνιες σε ομορφιά παραλίες και παράκτιες περιοχές, θα καταστήσει απαγορευτικό για μεγάλο χρονικό διάστημα το κολύμπι και φυσικά θα εξαφανίσει μόνιμα κάθε τουριστική προοπτική στο νησί, όταν οι ίδιες αυτές παραλίες διαφημίζονται εδώ και χρόνια για τη μοναδικότητά τους σε διεθνή έντυπα και καταχωρήσεις.
Ένα ενδεχόμενο ατύχημα κατά την εξόρυξη δεν είναι ο μόνος περιβαλλοντικός κίνδυνος που σχετίζεται με τις διαδικασίες εξόρυξης πετρελαίου και φυσικού αερίου. Σε όλα τα στάδια της παραγωγικής διαδικασίας, σημαντικές ποσότητες πετρελαίου και άλλων ρύπων καταλήγουν στο περιβάλλον, υποβαθμίζοντάς το. Για παράδειγμα, απελευθερώνονται στην ατμόσφαιρα οξείδια του αζώτου, του θείου, καθώς και άλλες επικίνδυνες ουσίες, όπως το βενζόλιο. Επιπλέον, η μόνιμη καύση αερίων στους πυρσούς των εγκαταστάσεων για τον έλεγχο της πίεσης εκλύει βαρέα μέταλλα και άλλες τοξικές ουσίες στον αέρα. Οι ουσίες αυτές, έρμαια των επιλογών του Αιόλου, θα σταματούν την εναέρια πορεία τους στον ορεινό όγκο που χαρακτηρίζει το νησί μας με αποτέλεσμα μέσω της βόσκησης του να περνούν στην διατροφική μας αλυσίδα. Γι αυτό ακριβώς, τα έως σήμερα φημισμένα παντού προϊόντα ζωικής προέλευσης Κεφαλονιάς και Ιθάκης, θα υποβαθμιστούν και μάλιστα σε τέτοιο βαθμό ώστε τμήματα του πληθυσμού που συνεχίζουν μια κτηνοτροφική παράδοση ακόμη και της προ Ομηρικής εποχής, να οδηγηθούν στην πλήρη καταστροφή.
Ακόμη, προκαλείται περαιτέρω ρύπανση λόγω ανάγκης ενταφιασμού της παραγόμενης λάσπης ή και των υγρών κατάλοιπων. Με την διατάραξη του θαλασσίου πυθμένα, λόγω της κατασκευής πηγαδιών εξόρυξης ή και αγωγών μεταφοράς ορυκτών καυσίμων δημιουργούνται χερσαίες και εδαφικές επιπτώσεις. Τέλος, παρατηρούνται οικοσυστημικές επιπτώσεις, αφού υπάρχει διατάραξη των φυσικών οικοτόπων, των ειδών άγριας χλωρίδας και της πανίδας, ενώ τα ψάρια της Κεφαλονιάς-Ιθάκης, όσα και όπως επιζήσουν, θα έχουν αξία μόνο για ταινίες επιστημονικής φαντασίας και τρόμου λόγω της μεταλλαγμένης σύστασης κι εμφάνισής τους.
Ιδιαίτερη σημασία πρέπει να δοθεί στο είδος των έργων που εκτελούνται υποθαλάσσια αλλά και στην ξηρά. Κατά τη διεξαγωγή και τη μεταφορά υλικών (σε συμπιεσμένη μορφή) διαφεύγουν φυσαλίδες με αποτέλεσμα να αυξάνεται κυρίως το φαινόμενο του θερμοκηπίου το οποίο είναι το κυριότερο πρόβλημα στο σύγχρονο κόσμο και για το οποίο γίνεται λόγος αμέσως παρακάτω. Εξ άλλου, κατά την κατασκευή δεξαμενών και θαλάσσιων αγωγών στην θάλασσα, υπάρχουν ανησυχίες για επιπτώσεις στο περιβάλλον οι οποίες περιλαμβάνουν αλλοιώσεις πλήρους κύκλου ζωής στην ποιότητα του αέρα, του εδάφους, του νερού, στη γεωλογική σταθερότητα, στη χρήση της γης και στην ηχορύπανση. Κι ακόμη σε μια περιοχή με έντονη σεισμική δραστηριότητα, υπάρχει άμεσος κίνδυνος περαιτέρω σεισμικών δονήσεων, όπως φάνηκε από τις εργασίες εξερεύνησης φυσικού αερίου στη βορειοδυτική Αγγλία, γεγονός που σε τέτοιες περιοχές, πάνω δηλαδή στο σεισμικό τόξο του Ιονίου, κάνει απαγορευτική την τέτοιας φύσεως επέμβαση.
Η άντληση και χρήση των κοιτασμάτων υδρογονανθράκων αυξάνει επικίνδυνα τις παγκόσμιες εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα, με ανυπολόγιστες συνέπειες για την περιοχή, τη χώρα μας και τον πλανήτη. Είναι άλλωστε δεδομένο πως η Μεσόγειος έχει χαρακτηριστεί ως ιδιαίτερα ευάλωτη περιοχή στις επιπτώσεις της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Άνοδος της πλανητικής θερμοκρασίας άνω των 2°C θα έχει καταστροφικές επιπτώσεις για τη χώρα μας. Ξηρασίες, καύσωνες, αυξημένη συχνότητα και ένταση πυρκαγιών, άνοδος της στάθμης της θάλασσας, κατάρρευση της αγροτικής παραγωγής, συρρίκνωση της βιοποικιλότητας και σημαντικές επιπτώσεις στην υγεία του πληθυσμού της χώρας και στην οικονομία, είναι μερικές μόνο συνέπειες από τη συνεχιζόμενη χρήση ορυκτών καυσίμων τις επόμενες δεκαετίες.
Πως λοιπόν ενώ η ίδια η Ε.Ε μέσω του προγράμματος Ensembles, το οποίο προβλέπει κατά μέσο όρο 6-24 ημέρες καύσωνα για τη Μεσόγειο την περίοδο 2021-50 και 27-67 ημέρες καύσωνα την περίοδο 2071-2100 και σύμφωνα με τις υποδείξεις της Διακυβερνητικής Επιτροπής του ΟΗΕ για τις Κλιματικές Αλλαγές, τα αναπτυγμένα κράτη θα πρέπει να μειώσουν τις εκπομπές τους κατά 25-40% ως το 2020, γεγονός που απαιτεί μείωση της καύσης ορυκτών καυσίμων και μετάβαση σε ένα μοντέλο ανάπτυξης, βασικοί πυλώνες του οποίου θα είναι η εξοικονόμηση ενέργειας και οι ΑΠΕ, εμείς εδώ να επιχαίρουμε που στο Τέλος της Εποχής των Εμιράτων, δημιουργούμε νέα και μάλιστα σε εποχές που λόγω της οικονομικής μας καταστροφής δεν μπορούμε να διαπραγματευτούμε με τους ενεργειακούς κολοσσούς ούτε καν τους ελάχιστους όρους λειτουργικής ασφάλειας;
Αν όμως όλα αυτά εμφανίζονται ως υπερευαίσθητες αγωνίες γραφικών οικολόγων ή περιβαλλοντολόγων, η αλήθεια για τις έμμεσες κοινωνικές συνέπειες είναι ακόμη πιο τραγική.
Οι υπάρχουσες οικονομικές δραστηριότητες, (κτηνοτροφία, αλιεία, τουρισμός), θα πληγούν ανεπανόρθωτα, καταδικάζοντας έτσι την ευημερία της τοπικής κοινωνίας. Ο τουρισμός για παράδειγμα στη χώρα μας (εσωτερικός και εξωτερικός τουρισμός και παράλληλες δραστηριότητες) και ας πούμε και η αλιεία αντιστοιχούν περίπου στο 15-17% του ΑΕΠ, συνολικά δηλαδή περίπου 40 δις € ετησίως, μέσα από μια στοχευμένη πολιτική και προσεγμένη προοπτική. Οι δυο συγκεκριμένοι τομείς θα μπορούσαν να απασχολούν εκατοντάδες χιλιάδες εργαζομένων, συμβάλλοντας περίπου κατά 20% στην απασχόληση. Αν τελικά ευσταθούν οι ισχυρισμοί περί ύπαρξης κοιτασμάτων υδρογονανθράκων αξίας 100 δις €, τα οποία θα μπορούσαν να επιφέρουν στο ελληνικό δημόσιο συνολικά έσοδα αξίας περίπου 50 δις € σε ένα χρονικό διάστημα 30 ετών, με την απλή μέθοδο των τριών ή με όποιας άλλης μορφής μαθηματική απόδειξη ακόμη και επιπέδου δημοτικού σχολείου, αποδεικνύουν ποιά είναι η πιο συμφέρουσα οικονομική δραστηριότητα, εφόσον αυτή φυσικά δεν εγκαταλειφθεί επίτηδες, όπως και συνέβη, για να φαντάζει ως μοναδική πλέον για τη σωτηρία της χώρας λύση η παραχώρηση με όρους αποικιοκρατίας των θαλασσίων οικοπέδων που από μόνα τους και υπό το πρίσμα μιας άλλης πολιτικής πέρα ως πέρα εφικτής, θα έλυνε ποιοτικά το οικονομικό πρόβλημα της χώρας και των επόμενων γενεών.
Κι όλα αυτά χωρίς καν να αναφερθεί ότι σε περίπτωση ενός ατυχήματος από γεώτρηση σε μεγάλο βάθος θα έχει καταστροφικές επιπτώσεις που θα διαρκέσουν όπως είπαμε πολλές δεκαετίες και το οικονομικό πλήγμα για τη χώρα μας θα μπορούσε δυνητικά να αγγίξει το 1 τρις ευρώ.
Το βασικό ερώτημα που προκύπτει είναι πως είναι δυνατόν αν πραγματικά όλα αυτά ισχύουν και με δεδομένο ότι η πολιτική εκπροσώπηση της χώρας είναι ουσιαστικά ανύπαρκτη ή υποτελής, οι Ευρωπαϊκές χώρες και η Ε.Ε να αποδέχονται τέτοιας μορφής και κυρίως προοπτικής καταστροφική εκμετάλλευση.
Σε επόμενο κείμενο θα περιγραφεί όλη η ενεργειακή πολιτική της Ε.Ε και οι αποφάσεις της, οι οποίες προφανώς παρά τις επιμέρους μεμονωμένες ευαισθησίες αποδεικνύουν τα συμφέροντα που διαχειρίζονται αλλά και εφαρμόζουν όλες τις πολιτικές της, (ο,τι συμβαίνει δηλαδή και με το ευρωπαϊκό νόμισμα ή το χρηματοπιστωτικό σύστημα), συμφέροντα βέβαια τα οποία ουδόλως ενδιαφέρονται πραγματικά για τις συνέπειες τέτοιων οικονομικών και «αναπτυξιακών» εργαλείων. Και για να έχουμε μια ιδέα γι αυτό, ας φέρουμε ένα παράδειγμα που τηρείται στο ακέραιο στην δική μας (Κεφαλονιά-Ιθάκη) περίπτωση.
Ενώ λοιπόν σε ψήφισμά της η Ε.Ε, στα πλαίσια μιας κρίσης ευαισθησίας, αναγνωρίζει ότι οι δραστηριότητες γεώτρησης μπορεί να επιδεινώσουν τις συνθήκες διαβίωσης και ζητά να επιδιωχθεί η συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών και η συζήτηση κοινών λύσεων με στόχο την ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων, ενώ ζητά, συγκεκριμένα, να υπάρχει πλήρης πρόσβαση στις μελέτες επιπτώσεων στο περιβάλλον, στην υγεία των κατοίκων και στην τοπική οικονομία και κυρίως ενώ επιδιώκει να διασφαλισθεί η συμμετοχή του κοινού, η κεντρική κυβερνώσα πολιτική ηγεσία της χώρας με την ανοχή και την συμμετοχή των τοπικών θεσμικών Αρχών, όχι απλά δεν ενημερώνει για το επερχόμενο έγκλημα, αλλά άνευ όρων διαφημίζει και προπαγανδίζει την Εμιρατοποίηση της Κεφαλονιάς και της Ιθάκης, περιφέρει την εικόνα του σεισμογραφικού ερευνητικού πλοίου με την ίδια προσήλωση που περιφέρει και το σκήνωμα του Αγίου και πολύ φοβάμαι ότι ακόμη κι αν περάσουν οι Απόκριες, πίσω από τις ίδιες μάσκες, ίδια πρόσωπα θα αποφασίζουν για το μέλλον μας ή το ίδιο πρόχειρα, θα ανέχονται την καταστροφή μας, χωρίς καν να μπαίνουν στον κόπο τουλάχιστον να μας ενημερώσουν, τη στιγμή μάλιστα που αυτό αποτελεί επιβεβλημένη και δεσμευτική υποχρέωση των κρατικών και τοπικών αρχών. Και το χειρότερο, ανεχόμενοι τη διάλυση κάθε οικονομικού, κοινωνικού, παραγωγικού, δομικού ιστού, την υποβάθμιση της νησιωτικής μας ενότητας, έτσι ώστε η σταδιακή μας μετάλλαξη σε ευρωπαϊκό Κακο-μιρ-ατο, να φαίνεται ως εθνική λυτρωτική επιτυχία που η τοπική κοινωνία θα την δεχτεί ανώδυνα, αφού σε αντίθεση με τις Σκουριές στην ηπειρωτική Βόρεια Ελλάδα, εδώ θα μας χωρίζουν με ασφάλεια τα κύματα του Ιονίου.
Σχόλια
Πολύ, μα πολύ "θολό" το άρθρο σας αγαπητέ Σ.Αντύπα. Και αυτό διότι ενώ προσπαθεί να προσσεγγίσει τεκμηριώνοντας επιστημονικά το όλο θέμα, παραλείπετε να αναφέρετε και άλλους ενδογενείς παράγοντες της αποφυγής ρύπανσης των ακτών της Δ.Ελλάδας και Ιονίων Νήσων, παράγοντες όπως είναι πχ τα θαλάσια ρεύματα όπου λόγω της γεωλογικής μορφής της τάφρου των Ιονίων νήσων, αποτελεί μια ασπίδα προστασίας από τυχόν ατύχημα. Παρόλα αυτά, βεβαίως η μόλυνση θα επεκταθεί στην ευρύτερη λεκάνη της Μεσογειου, πάλι όμως με δυσδιάκριτες επιπτώσεις στις περιοχές που αυτές τελικά θα εκδηλωθούν (ίσως και οι ακτές της Β. Αφρικής, ίσως όμως και οι ακτές στο βάθος της Αδριατικής-Βενετία κλπ). Εύλογα λοιπόν προκύπτει το ερώτημά μου. Γιατί η αναφοράς σας περιλαμβάνει μόνο τις εξορυκτικές εργασίες που αφορούν την ευρύτερη περιοχή της Κεφαλονιάς, και όχι τις όποιες αντίστοιχες εργασίες γίνονται ή θα γίνουν σε οποιαδήποτε περιοχή της λεκάνης της Μεσογείου;;; Αυτές δεν υπόκεινται στους ίδιους κινδύνους, αφού και αυτές συντελούνται στην ίδια κλειστή θάλασσα;;; Εν τέλει, μήπως ο μόνος κίνδυνος εντοπίζεται στα πετρέλαια ή στο φυσικό αέριο του Ιονίου; Μήπως εθελοτυφλούμε μόνο και μόνο επειδή δεν θέλουμε ή δεν γνωρίζουμε λύσεις να δώσουμε έτσι ώστε και οι εξορύξεις να γίνουν και τα ποσοστά επικιδυνότητας να μειώσουμε αν όχι τα τα μηδενίσουμε;