Ψιλόβροχο. Οι πλάκες του Συντάγματος γλιστράνε. Ένα στρώμα γλίτσας προσθέτει στο ζειν επικινδύνως. Πολύ όμως.
Όλοι τρέχουν μήπως γλυτώσουν τις ψιχάλες, κάνοντας ζίγκ ζάγκ να αποφύγουν τον Πακιστάνο που στοχεύει στο μάτι με κάποια απ’ τις ομπρέλες του.
Εκείνη έχει φρεσκοβαμμένα τα νύχια της μαύρα, σε μια προσπάθεια το έξω της να δείχνει ξεκάθαρα το πως νοιώθει μέσα της. Μόλις βγήκε από ένα κομμωτήριο. Ήταν η μόνη πελάτισσα. Η κρίση ίσως.
Τρέχει με το δερμάτινο στο ένα χέρι, στο άλλο κρεμασμένη την τσάντα, έντεκα σχεδόν πιρουέτες, μερικά σκαλιά, μια στροφή και να’ τη μέσα στο βαγόνι για Φιξ.
Δεν κάνει ζέστη, έπιασε το πρώιμο κρύο, αυτό που με την υγρασία θα δώσει γόνιμο ενδιαίτημα σε όλους τους ιούς που συχνάζουν στη αττική γη, φέτος, αυτή τη χρονική στιγμή. Γαμημένη υγρασία, με κάνεις να θυμάμαι ότι περνάνε τα χρόνια.
Στέκεται στην πόρτα. Ώρα τώρα της έχει πέσει η τιράντα του σουτιέν απ’ τον ώμο. Την ενοχλεί. Έχει φτάσει στη μέση του μπράτσου. Την ενοχλεί πολύ, εδώ και ώρα, τόσο που από τα νεύρα και το κρύο η αριστερή της ρώγα, απ’ τη μεριά της τιράντας, έχει σκληρύνει και την πονά.
Απέναντι της, στην πόρτα, στέκει ένας νεαρός, όχι πάνω από εικοσιεφτά, όχι ιδιαίτερα ωραίος, αξύριστος και με σακίδιο. Δηλαδή, μια χαρά παιδί. Τον κοιτάει βαθιά στα μάτια. Η τιράντα την γαργαλάει, τόσο που δεν το αντέχει. Τον κοιτάει ξανά, ακόμα πιο έντονα, μακάρι να διάβαζε τη σκέψη της.
Θέλει να τον πλησιάσει και να του ψιθυρίσει, όταν βγουν στον σταθμό. Να τον παρακαλέσει είν’ αλήθεια, να βάλει το χέρι του μέσα στην μπλούζα της και να της σηκώσει την τιράντα, ώστε να νοιώσει καλύτερα, μέχρι να πάει σπίτι. Τον κοιτάζει σχεδόν υπνωτικά. Αυτός απορημένος. Όχι ερωτικά, μα με απόγνωση. Φοβάται να ψιθυρίσει, φοβάται μήπως της βάλει τις φωνές, φοβάται μήπως όταν την ακουμπήσει γείρει στον ώμο του, για μια στιγμή. Όχι δεν τον ποθεί, τον έχει ανάγκη, αυτόν, που στάθηκε απέναντι της τόσο λίγο.
Θα φύγει τρέχοντας χωρίς να πει κουβέντα. Εκείνος ίσως να σκεφτεί ότι της άρεσε, αλλά θα πει αμέσως μπα η ιδέα μου ήταν, η γυναίκα είχε τα θέματα της, ίσως να της θύμιζα κάποιον, ίσως να’ταν αφηρημένη. Βρε δε βαριέσαι, σιγά τη γκόμενα. Σιγά;
Ο ερωτισμός σ’ αυτή την πόλη, έχει πεθάνει για πάντα.