Σε μια υλιστική και ατομικιστική κοινωνία, είναι, απολύτως, φυσιολογικό να έρθει το πλήρωμα του χρόνου, που το μάθημα των "θρησκευτικών" θα θεωρηθεί περιττός αναχρονισμός και θα καταργηθεί. Αναχρονισμός, εκπαίδευση και διάδοση της αμάθειας είναι όλο το Σχολείο, οπότε η αποδόμηση της, πάλαι ποτέ, σπουδαίας δημόσιας εκπαίδευσης είναι, επίσης, απολύτως φυσιολογική. Στα δικά μου χρόνια, στην ιδιωτική εκπαίδευση πήγαιναν μόνο οι "κακοί μαθητές", για να πληρώσουν για ένα απολυτήριο.
Έχουμε ξεχάσει ότι η λάμψη της σημερινής ιδιωτικής εκπαίδευσης είναι πρόσφατο γεγονός και αποτέλεσμα μεθοδευμένης απαξίωσης του πραγματικού Σχολείου. Και σ’ αυτή την απαξίωση, συμμετέχουν όλοι οι συντελεστές της Παιδείας των παιδιών μας- γονείς, δάσκαλοι και κράτος. Το σχολείο προετοιμάζει το παιδί, για την εύκολη απορρόφηση των «γνώσεων» της τηλεοπτικής εκπαίδευσης, σε όλο το φάσμα των ανθρώπινων δραστηριοτήτων.
Μήπως, θέλετε να μιλήσουμε για τα "ιδιαίτερα μαθήματα";
Η εκπαίδευση είτε στο δημόσιο είτε στο ιδιωτικό σχολείο είναι για εκείνους που μπορούν να πληρώνουν.
Μόνο που η εκπαίδευση, σήμερα, δεν είναι Παιδεία. Αυτό θα γίνει κατανοητό, αν θέσουμε έναν απλό ορισμό για το σκοπό της Παιδείας, ανάμεσα σε χιλιάδες άλλους ορθούς ή λιγότερο ορθούς ορισμούς(στην Ελλάδα, έχουμε μόνο έναν λανθασμένο ορισμό: κρατική παιδεία): Σκοπός της Παιδείας είναι η εκπαίδευση - η προετοιμασία- η παροχή όλων εκείνων των γνώσεων, για να μπορεί ο άνθρωπος να "άρχει και να άρχεται". Να αυτοκυβερνιέται, να αυτοκυβερνά τα της ζωής του, του οίκου του και τα κοινά.
Το ποια σχέση έχει με αυτό η σημερινή εκπαίδευση δεν χρειάζονται επιχειρήματα: Καμία. Καλλιεργείται η χρησιμοθηρική και ωφελιμιστική προτεραιότητα της εκπαίδευσης, αλλά η ωφέλεια, ακόμα και για την προτεραιότητα του ατομικού επαγγελματικού προσανατολισμού είναι από ελάχιστη έως ανύπαρκτη.
Κάτω από αυτό το πλαίσιο, το πλέον ευάλωτο και «μη χρήσιμο» μάθημα της εκπαίδευσης είναι τα θρησκευτικά και, σήμερα, αυτός που ηττάται από την εξέλιξη του «προαιρετικού» είναι η Βαυαρική και δυτικόφρων εκδοχή της «εκκλησιαστικής» Ιεραρχίας. Διδάσκονταν μονομερή θρησκευτικά δόγματα αντί για την Εκκλησιαστική ουσία, κάνοντας πως δεν βλέπουν τους άδειους ναούς και την ανυπαρξία χρησιμότητας των δογμάτων στην καθημερινότητα. Διδάσκονταν τις δογματικές διαφορές Ανατολής και Δύσης, αλλά κανείς δεν διδάσκεται ότι το Σχίσμα ξεκίνησε από την πολιτική(Καρλομάγνος) και ήταν αποτέλεσμα σύγκρουσης εξουσιών(διένεξη για το Παπικό πρωτείο και τον τίτλο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας) και η δογματική διαφορά του filioque ήταν το πρόσχημα κι όχι η αιτία.
Kαι σαν συμπλήρωμα της υποτελούς στη Δύση παιδείας, στο μάθημα της Ιστορίας τα παιδιά και όλοι οι Έλληνες μαθαίνουν για το «Βυζάντιο» και τη «Βυζαντινή Αυτοκρατορία», ονομασίες που καθιέρωσε και επέβαλε η Δύση 109 χρόνια, μετά την πτώση της Κωνσταντινούπολης – Νέας Ρώμης. Αυτούς που αποκαλούσαν των εαυτό τους «Ρωμαίο», εμείς τους αποκαλούμε «Βυζαντινούς».
(Πόσα έτοια παραδείγματα, θέλουν να παραθέσουμε, τα οποία δείχνουν την εκπαίδευση της Αμάθειας;)
Οδεύουμε προς την καταστροφή και αποδεχόμαστε την υποτέλεια, γιατί ούτε την κοσμική ούτε την χριστιανική Εκκλησία και Ιστορία διδασκόμαστε, ορθά.
Οι διαμαρτυρίες κάποιων για την προαιρετική διδασκαλία των θρησκευτικών είναι «μάχες οπισθοφυλακής» και εκστομίζονται από το ίδιο στόμα, που χαρακτήρισε «θαύμα» την ενότητα των κομμάτων της βουλής, όταν ψήφισαν το ντροπιαστικό «ναι» της υποτέλειας (Άνθιμος Θεσσαλονίκης). Νοιάζονται περισσότερο για τη μη φορολόγηση τους, ως αντάλλαγμα, προφανώς, της υποτέλειας στην ολιγαρχική εξουσία που τους κρατά σε χρυσοποίκιλτους θρόνους, παρά για την γενική εξαθλίωση του ποιμνίου, μέσω της άδικης φορολογίας. Αδιαφορούν για το πλήθος, που υποτίθεται ότι συμμερίζονται και με το οποίο θάπρεπε να συμπάσχουν, στηρίζοντας τους «μένουμε Ευρώπη», ως κατακτημένοι, πνευματικά, ιδεολογικά και οικονομικά.
Επειδή Εκκλησία ήταν ο τρόπος αυτοδιοίκησης των Ελλήνων, προ Χριστού και μετά Χριστό, ας αφήσουμε το ψέμα να δύσει και αντί για κρατική ή ιδιωτική εκπαίδευση, ας μιλήσουμε για Δημοκρατικό Σχολείο και Πανεπιστήμιο.
Αυτό μπορεί να ξεκινήσει, από τώρα, οδηγώντας, μαζί με άλλες, εκκλησιαστικής και δημοκρατικής ουσίας, δράσεις, στην απελευθέρωση, στην εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας, ως πολίτευμα, και στην καθιέρωση της Εκκλησίας, ως σχέσης ανθρώπων, που ξέρουν να φιλούν και ν’ αγαπούν.
Η Εκκλησία, από την ίδρυση της στην αρχαία Ελλάδα, είχε ως βάση την Ενότητα, βασισμένη στη Φιλία, για να εμπλουτιστεί με τη θεοποιημένη χριστιανική Αγάπη, και με την πεποίθηση ότι θα υπάρξει αναστροφή και ανάσταση της Πόλης και της δημοκρατίας, η οποία, τότε, βρισκόταν σε κατάσταση παρακμής και η Αυτοκρατορία, μόλις είχε εμφανιστεί. Ο Ιησούς δεν ίδρυσε Θεολογία. Ιδρυτής Εκκλησίας ήταν. Δεν είπε «αγαπάτε μόνο το Θεό», ατομικιστικά και με αντιμισθία μια καλή θέση σε μιαν άλλη ζωή, αλλά «αγαπάτε αλλήλους» εν εκκλησίαις, σήμερα και σε κάθε μέρα της ζωής μας.
Η ενότητα μας λείπει, σήμερα, για να επιτευχθεί το ποθούμενο και ο κύριος διαιρέτης των ανθρώπων είναι οι πολλές θρησκείες των ιδεολογιών και ο ατομισμός του καθένα μας και των πολιτικών σωτήρων.
(στην εικόνα, ο Δον ΨΥΧΩΤΗΣ)