Πιο μικρός ήθελα να γράφω ιστορίες που να κάνουν χαρούμενους τους ανθρώπους, αλλά με αυτό δεν εννοούσα χαρούμενες ιστορίες. Ποτέ δεν τα πήγαινα καλά με τα υπερβολικά πράγματα και τις αλήθειες, είμαι κι εγώ ένα παιδί της εποχής μου. Τελοσπάντων κανείς δεν μπορεί να επιλέξει την εποχή που ζει, οπότε μεγαλώνοντας έγινα ο άγριος μπακάλης/χασάπης TechieChan.
Καθώς ζούμε το τέλος της παλιάς τάξης πραγμάτων που κάποιοι ονομάζουν μεταπολίτευση,δεν μπορώ να πω ότι λυπάμαι. Αυτό δεν σημαίνει φυσικά πως χαίρομαι κιόλας.
Έτσι αυτές τις μέρες ξαναζώ εκείνη την αμφίθυμη κατάσταση που ζούσα το καλοκαίρι με τους “αγώνες” των “λαϊκών” συσσωρευτών κεφαλαίου που ονομάζουμε φορτηγατζήδες. Από τη μία δεν μπορούσα να μην κοροϊδεύω τα ψέματα των “μαχητών του αυτονόητου”, δηλαδή της κυβέρνησης, του ΙΟΒΕ και των υπόλοιπων μπαλέτων. Από την άλλη δεν έβρισκα κανένα λόγο να είμαι με το μέρος των νοικοκυραίων μιας κλειστής συντεχνίας που έλκει την καταγωγή της από την ένδοξη δικτατορία και που μας έχουν καθίσει στο σβέρκο από τότε. Γιαυτό και καθόμουν στη γωνία τρώγοντας τα ποπκόρν μου και παρακολουθώντας τα κομμάτια της παλιάς συμμαχίας να ξεσκίζονται.
Το ίδιο συμβαίνει και αυτές τις μέρες με τη νέα saga που ονομάζεται κυβέρνηση εναντίον ΓΕΝΟΠ ΔΕΗ.
Εκλεκτικές συγγένειες
Έχετε παρατηρήσει πως τα καλύτερα ξεβρακώματα τα βλέπουμε να συμβαίνουν πάντα μεταξύ πρώην συμμάχων? Όλες τις λεπτομέρειες της εκπληκτικής γύμνιας και υποκρισίας του παπαδαριού τις ζήσαμε επί των ημερών του Καραμανλή του ευσεβούς ταυτοτητομάχου. Ιερές μπίζνες εκατομμυρίων, την ίδια στιγμή που η ΜΚΟ της εκκλησίας έστελνε βοήθεια με μπαγιάτικα κοτόπουλα, ανάμεσα σενα χάος λαμογιάς και ρεμούλας. Δεν είναι τυχαίο που ο νέος δήμαρχος θεσσαλονικής και παπαδομάχος, αποφάσισε να δώσει τα συσσίτια του δήμου στην εκκλησία. Με τέτοιο ιστορικό χρηστής διαχείρισης, απορώ που δεν το σκέφτηκε κανείς πιο πριν.
Για να μη θυμηθώ τον αρχιεπίσκοπο που βδελυσσόταν κάθε εξώγαμη σεξουαλική δραστηριότητα. Και μη με κοιτάτε περίεργα παλιο-λούγκρες και τσιβιτζιλούδες και για εσάς ισχύουν αυτά, από τη στιγμή που απαγορεύεται να παντρεύεστε μεταξύ σας. Θαυμαστά ειρωνικό ήτο βέβαια, πως την ίδια στιγμή που ο ίδιος χαροπάλευε, μάθαμε πως τυχαίως έπασχε από ηπατίτιδα C. Είναι εμφανές πως την άρπαξε χτυπώντας την παραμύθα με χρησιμοποιημένες σύριγγες, την ώρα που προσπαθούσε να προσεγγίσει παραστρατημένους νέους.
Δεν καταλαβαίνω δηλαδή, εσάς που πήγε το μυαλό σας?
Έτσι και με το νέο δράμα των ημερών που ξεκίνησε από το euro2day. Το euro2day είναι ένα καλό οικονομικό site στο οποίο μπορείτε γρήγορα και εύκολα να μυρίσετε τις προθέσεις των τραπεζών και της κυβέρνησης. Πού και πού παίρνει εργολαβία διάφορες υποθέσεις και ο έκλυτος βίος της ΓΕΝΟΠ ήταν μία από αυτές.
Δύο παλιοί σύμμαχοι, οι συνδικαλιστές της ΔΕΗ και η κυβέρνηση κονταροχτυπιούνται στα μαρμαρένια αλώνια κι εγώ πάλι στη γωνία μου τρώω το ποπ κόρν χαζεύοντας.
Το πιο εντυπωσιακό από αυτά που εξελίσσονται δεν είναι τόσο τα διάφορα ποσά που πηγαίνουν από εδώ κι από εκεί. Έτσι κι αλλιώς κανείς δεν παραπονέθηκε για τα εκατομμύρια που τσιμπάνε σε μπόνους τα διάφορα golden boys παρόμοιων επιχειρήσεων λες και τη δούλεψαν ποτέ αυτή την υπεραξία που λαμβάνουν. Το πιο εντυπωσιακό είναι να βλέπεις το πόσο έχει ξεφύγει ολόκληρη αυτή η νομενκλατούρα που κάποτε αποτελούσε τη συναίνεση της μεταπολίτευσης. Θα μου πεις ρε μαλάκα δεν βλέπεις τον πάγκαλο? Η αλήθεια είναι πως τον αποφεύγω, αλλά ευχαριστώ καταλαβαίνω τι εννοείτε. Παρόλαυτά μου φαίνεται ενδιαφέρον να το βλέπω σε όλη του την οριζόντια έκταση.
Βαθιά ανάσα και….
Όταν οι άνθρωποι βρίσκονται με την πλάτη στον τοίχο, συνήθως χαλαρώνουν από το ρόλο τους, ξεχνούν το προσωπείο που φοράνε και αρχίζουν και μιλάνε έτσι όπως πραγματικά σκέφτονται. Κι αυτό είναι πολύ ενδιαφέρον στην υποκρισία που μας περιτριγυρίζει.
Όπως ο βουλγαράκης την ώρα που έπρεπε να εξηγήσει εκείνες τις πολυκατοικίες που αγόρασε με δανεικά από την τράπεζα πειραιώς και μετά η ίδια η τράπεζα τις νοίκιαζε με ένα καλό κέρδος για τον ίδιο. Γύρισε και είπε μα το μέλλον των παιδιών μου σκέφτηκα. Να μην έχουν μια πολυκατοικία να κάνουν τη ζωή τους?
Ή όπως ο μαγγίνας την ώρα που τον έπιασαν να έχει ανασφάλιστους μετανάστες στο αγρόκτημά του. Είμαι βέβαιος για το βλέμμα γνήσιας απορίας που τον πλημμύρισε, σχεδόν το έχω μπρος στα μάτια μου. Μα αυτός να βοηθήσει ήθελε. Δεν είναι αυτοί οι μαυριδεροί φτιαγμένοι για να υπηρετούν και να άρχονται?
Έτσι λοιπόν και ο πρόεδρος της ΓΕΝΟΠ στη συνέντευξη τύπου που παραχώρησε, προκειμένου να δικαιολογήσει όλα τα άπλυτα που του έβγαλε η κυβέρνηση στη φόρα. Γύρισε και μας εξήγησε πως εκείνο το τιμολόγιο των 7085 ευρώ για μια βραδιά σε ξενοδοχείο, δεν αφορούσε ένα άτομο, αλλά 26 ολόκληρους νοματαίους. Δηλαδή ρε παιδιά μόλις 270 ευρώ το κεφάλι, συν κάτι φυστικάκια που πήραν από μίνιμπαρ. Πως κάνετε έτσι? Κι εκείνα τα εορταστικά καλάθια που στέλναμε στα φιλαράκια μας, μαλακία δεν θα τα ξαναστείλουμε. Διότι τελικά παρά τις μπούκες που κάναμε μαζί με τον παππακωσταντίνου τις εποχές της δεξιάς δικτατορίας, ο γυαλάκιας μας την έφερε.
Οι από εδώ και οι από εκεί
Δεν ξέρω τι λέει η τάδε επαναστατική βίβλος για την εργατιά, αλλά πραγματικά όταν βλέπω την όποια αριστερά να υπερασπίζεται ακριβώς αυτούς τους τύπους, δεν μπορώ να μη βγάλω το ίδιο συμπέρασμα και γιαυτή. Πως δηλαδή είναι τόσο συστημική και “βολεμένη” σε αυτό το σχήμα διαμοιρασμού της εξουσίας, που δεν της φαίνονται παράλογα όλα αυτά.
Οι πιο ψημένοι και καπάτσοι θα σου πουν πως όλα αυτά είναι ένα σχέδιο της κυβέρνησης για να ξεπουλήσει τη ΔΕΗ και άρα με το να επιτίθεσαι στους συνδικαλιστές ρίχνεις νερό στο μύλο της αντίδρασης.
Φυσικά και όλες αυτές οι διαρροές προέρχονται από την κυβέρνηση. Φυσικά και αποσκοπούν ώστε να πουληθεί η ΔΕΗ με λιγότερες αντιδράσεις. Φυσικά και οι αυξήσεις του ρεύματος ελάχιστα έχουν να κάνουν με τη ΓΕΝΟΠ αλλά μέγιστα έχουν να κάνουν με την “είσοδο ιδιωτικών παικτών την παραγωγή ηλεκτρισμού”. Διότι οι ιδιώτες φτιάχνουν εργοστάσια με φυσικό αέριο που είναι φθηνά στην κατασκευή και τη συντήρηση και άρα δεν χρειάζονται τόσο μεγάλα κεφάλαια για να κατασκευαστούν. Αλλά η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας με το εισαγόμενο φυσικό αέριο βλέπετε είναι πιο ακριβή από το λιγνίτη που χρησιμοποιεί η ΔΕΗ. Κι έτσι οι τιμές του οικιακού ρεύματος πρέπει να ανέβουν προκειμένου να λειτουργήσει η αγορά βρε κουτά
Αλλά συγχωρέστε με που αρνούμαι να μπω στη λογική του διπολισμού, όταν αυτή αντιπροσωπεύεται από τη μία μεριά από την κυβέρνηση και από την άλλη από τους συνδικαλιστές της ΔΕΗ, διότι αυτή συντηρεί τις ανισότητες που και τις αδικίες του σημερινού συστήματος. Προτιμώ να κάτσω στη γωνία μου και να τρώω ποπκόρν.
Ο ταξικός αγώνας
Δεν είμαι επ’ ουδενή ικανός μαρξολόγος, αλλά έχω διαβάσει λίγο μάρξ και κάπως αρνούμαι να δεχθώ πως αυτός ο ευφυέστατος τύπος που έχω διαβάσει να αναλύει τόσο όμορφα τις διάφορες κοινωνικές ομάδες της γαλλίας με τόσες λεπτομέρειες, που έχει εξηγήσει τόσο σημαντικές έννοιες του ιστορικού καπιταλισμού που οι περισσότεροι δεν είχαν καν φανταστεί, να αναλώνεται στο απλοϊκό σχήμα του διαχωρισμού μεταξύ προλετάριων και συσσωρευτών κεφαλαίου (δηλαδή καπιταλιστών). Θεωρώ δηλαδή πως ήταν ένα απλοϊκό μοντέλο που χρησιμοποιήθηκε για να εξηγήσει σχηματικά τη διαφορετική θέση που κατέχει στην οικονομική διαδικασία του καπιταλισμού ο συσσωρευτής κεφαλαίου από τους υπόλοιπους πολίτες. Κι αυτό το απλοϊκό μοντέλο, κάπου έγινε ένας φετιχιστικός αυτοσκοπός που εξακολουθεί να μας στοιχειώνει και σήμερα.
Ξέρω πως με αυτό που λέω, ακούγομαι σαν να πέφτω σε μία από τις κατηγορίες που κορόιδευε ο καστοριάδης. Αυτών που πιστεύουν πως ο μαρξ απλά δεν έχει εξηγηθεί σωστά, κι αν ανατρέξουμε στα κείμενά του θα βρούμε τον αληθινό μαρξ. Αρκετά μεταφυσικό δεν βρίσκετε? Ακριβώς το ίδιο ισχυρίστηκαν και ο προτεστάντες για τους κακούς καθολικούς και αποφάσισαν να διαβάσουν οι ίδιοι τα ιερά κείμενα
Αλλά δεν είμαι ιδιαίτερα μεταφυσικός τύπος. Ή μάλλον φροντίζω να κρατώ τη μεταφυσικότητά μου για τις προσωπικές μου στιγμές. Οπότε δεν θέλω να πω πως υπάρχει ένας αληθινός μαρξ που εγώ θα σας αποκαλύψω (και μετά να πέσετε οι μαρξολόγοι να με φάτε). Αυτό που μάλλον θέλω να πω, είναι πώς σίγουρα υπάρχουν ταξικοί διαχωρισμοί στην ελληνική κοινωνία, αλλά αυτοί μικρή σχέση έχουν με το παιδικό σχηματάκι, προλετάριοι-καπιταλιστές.
Για αρχή, ακόμα και να το πάρουμε τοις μετρητής, ακόμα δεν έχει βρεθεί ένας μαρξολόγος να μου εξηγήσει πειστικά για ποιο λόγο ο κυρ μήτσος που έχει σπίτι και εξοχικό δεν είναι συσσωρευτής κεφαλαίου. Το σπίτι -και η γη εν γένει- αποτελεί μια κατεξοχήν δημοφιλή μορφή επένδυσης του συσσωρευμένου κεφαλαίου στη χώρα μας. Και στην ελλάδα, είναι στατιστικά αποδεδειγμένο πως το 80% είμαστε κυρ-μήτσοι (τουλάχιστον όσον αφορά το σπίτι). Άρα το 80% δεν είμαστε προλετάριοι να μην έχουμε να πουλήσουμε τίποτα άλλο παρά την εργατική μας δύναμη.
Η πιο πειστική απάντηση που έχω πάρει, είναι πως αυτός ο κυρ-μήτσος ναι μεν διαθέτει ένα κεφάλαιο, αλλά δεν το χρησιμοποιεί. Δεν αποκτά δηλαδή τόκο από αυτό. Το οποίο είναι μια αρκετά πειστική απάντηση, αν δεχόμασταν πως ο κυρ-μήτσος δεν θα κερδίσει ποτέ στη διάρκεια της ζωής του από αυτό. Το οποίο ισχύει εάν το σπίτι βρίσκεται σενα εγκαταλελειμμένο ορεινό χωριό και το τρώει κάθε χρόνο ο πάγος και το χιόνι. Οπότε εάν ανήκετε σε αυτό το είδος του κυρ-μήτσου, πράγματι είστε προλετάριος. Αλλά προσοχή!
Αν αυτό το σπίτι στο ορεινό χωριό, το νοικιάσετε σέναν αλβανό ή σε έναν κούρδο που ήρθε να καλλιεργήσει τα χωράφια, τότε αυτομάτως μετατρέπεστε σε καπιταλιστή, και μάλιστα στο άχρηστο είδος, αυτό του ραντιέρη. Αν με κάποιο τρόπο, αυτό το παλιό σπίτι στην καισαριανή, το δώσετε αντιπαροχή και πάρετε 2-3 διαμερίσματα, τότε αυτομάτως είστε καπιταλιστής. Και κρίνοντας από την κυψελοποίηση τόσο πολλών προαστίων της αθήνας τα τελευταία χρόνια, φοβάμαι πως πολλοί άνθρωποι έγιναν καπιταλιστές.
Διότι στην ουσία, ενώ ένα σπίτι που ιδιοκατοικείται δεν μπορεί να θεωρηθεί κεφάλαιο εύκολα, είναι η δυνητική δυνατότητά του να μετατραπεί σε κεφάλαιο, που σας απαγορεύει να μπείτε στο σοσιαλιστικό παράδεισο των προλεταρίων. Και για να το θέσω με όρους πιάτσας. Αν πας στην τράπεζα και υποθηκεύσεις αυτό το σπίτι, η τράπεζα θα σου πορσφέρει αρκετές δεκάδες χιλιάδες ευρώ σε δάνειο, ακόμα κι αν το σπίτι σου βρίσκεται στη βικτώρια.
Κι αυτό, ενώ φαίνεται πως το έχουν κατανοήσει ακόμα και τα πιο ανεγκέφαλα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας (πολλές φορές με έναν ηλίθιο μανταμσουσούδικο μεγαλοπιασμένο τρόπο), μεγάλο τμήμα της αριστεράς το αρνείται πεισματικά. Γιατί συμβαίνει αυτό, όταν η ίδια η διαδικασία του να είσαι αριστερός σε κατατάσσει σχεδόν αυτόματα σ’ ένα πιο προβληματισμένο και έξυπνο κομμάτι της κοινωνίας? Πώς είναι δυνατόν, άνθρωποι που κατά τεκμήριο έχουν ασχοληθεί περισσότερο με το κοινωνικό φαινόμενο να αρνούνται ή να προσπερνούν αυτή τη διαπίστωση?
Το μόνο χρήσιμο πράγμα που μπορώ να σκεφτώ, είναι πως εάν αποδεχθείς πως τόσο μεγάλα τμήματα του πληθυσμού ανήκουν ή νιώθουν πως ανήκουν στην κατηγορία των συσσωρευτών κεφαλαίου, τότε αυτομάτως και η φαντασίωση πως εκφράζεις τα συμφέροντα μιας μεγάλης αλλά παραστρατημένης πλειοψηφίας χάνονται. Γιαυτό και βλέπουμε συνεχώς διάφορες αμήχανες θέσεις που να προσπαθούν να εκφράσουν πλειοψηφίες όπως το να λες “οι εργαζόμενοι”. Και να τσουβαλιάζεις εκεί μέσα τους πάντες ανεξαιρέτως. Λες κι αν ξεφορτωθούμε τον βγενόπουλο, τους λατσαίους, τον ΓρΑΠ και 2-3 χιλιάδες ακόμα, η χώρα θα μετατραπεί σε κάποιο σοσιαλιστικό παράδεισο.
Με αυτό φυσικά, δεν εννοώ πως δεν πρέπει να τους ξεφορτωθούμε και να τους αποδώσουμε μόνο την υπεραξία που η εργασία τους παράγει (αν και φοβάμαι πως πολλοί θα πεινάσουν έτσι). Λέω πως τα κοινωνικά δεδομένα της Ελλάδας, όταν συγκρούονται με διάφορα ξύλινα στερεότυπα σχήματα της αριστεράς, παράγουν ένα παράδειγμα που είναι στην καλύτερη περίπτωση άδικο και παρανοϊκό.
Διότι πως αλλιώς να χαρακτηρίσεις αυτή τη σουρεαλιστική κατάσταση, να καλείς άνεργους νέους να διαδηλώσουν υπέρ των δικαιωμάτων διάφορων εργαζόμενων τσφιλικάδων του ΟΛΠ που τόσα χρόνια στην ουσία απομυζούσαν υπεραξία από αυτούς τους ίδιους τους ανέργους? (και δεν θα επεκταθώ στο τι απάντηση έχω πάρει για το παραπάνω ερώτημα, διότι αγγίζει τα όρια της πίστης στη μεταθανάτια ζωή)
Στην ουσία, όταν δεν μιλάμε για τη βενεζουέλα ή τη βολιβία, χώρες δηλαδή που το 90% του πληθυσμού είναι κυριολεκτικά ακτήμονες προλετάριοι που ζουν σε εν πολλοίς σε εξωκαπιταλιστικές κοινότητες και δεν έχουν να χάσουν τίποτα πέρα από τις αλυσίδες τους, ο παραδοσιακός μαρξιανός διαχωρισμός γίνεται πρακτικά αδιάφορος. Διότι στην ανεπτυγμένη καπιταλιστική δύση μέχρι ένα σημείο, όλοι είμαστε συσσωρευτές κεφαλαίου ακόμα κι αν οι ίδιοι το αγνοούμε.
Η διαχωριστική γραμμή
Πιο πάνω ισχυρίστηκα πως υπάρχουν ταξικοί διαχωρισμοί στην κοινωνία μας. Και μάλιστα πολύ ισχυροί και άδικοι. Αλλά δυστυχώς είναι πιο περίπλοκοι από το trabajadores και trabajadoras εναντίων των capitalistas. Ήρθε λοιπόν η ώρα να εξηγηθώ.
Τάξη 1η. Οι υπάνθρωποι
Ένας βασικός ταξικός διαχωρισμός που εγώ βλέπω, είναι μεταξύ αυτών που έχουν δικαιώματα πλήρους πολίτη και αυτούς που δεν έχουν. Στην ουσία μετά το 90 δημιουργήθηκε μια τάξη κατώτερων ανθρώπων, από μετανάστες που έρχονταν από τις χώρες τους που κατέρρεαν. Και παρότι τα πρώτα χρόνια οι ελληνικές κυβερνήσεις έκαναν διάφορες σωστές κινήσεις να τους ενσωματώσουν (κυρίως προσφέροντας δωρεάν περίθαλψη και δωρεάν παιδεία), αυτό δεν σημαίνει πως η υπόλοιπη κοινωνία δεν τους διαχώριζε. Από ρατσισμό, από φόβο ή/και από συμφέρον. Και το μόνο που σκέφτηκε η κυβέρνηση, είναι να εισπράττει για τις άδειες παραμονής.
Κακά τα ψέματα, η ύπαρξη τόσων μεταναστών, με λίγα λόγια ενός εργατικού δυναμικού φθηνού, χωρίς δικαιώματα και πρόθυμου να κάνει δουλειές που οι ντόπιοι θεωρούσαν παρακατιανές, στην ουσία ανύψωσε όλη αυτή τη μικροαστική τάξη που κυριαρχεί στην ελλάδα. Ξαφνικά μπορούσες με την ίδια την παλιά σου αγοραστική δύναμη να αποκτήσεις, νταντά, νοσοκόμο, πουτάνα, σύζυγο, ερωμένη, εργάτη γης, κηπουρό και γενικά όλες εκείνες τις υπηρεσίες που κάποτε θεωρούσαμε πως διαβάζαμε μόνο στα αγγλικά μυθιστορήματα. Ξαφνικά μπορούσες να γίνεις από αγρότης / γαιοκτήμονας, από μαίρη παναγιωταρά / στέλεχος επιχείρησης, από κουασιμόδος / και πολύ γαμώ τα παιδιά . Κι αυτή η διαδικασία -ακόμα κι αν εξέλειπε το οικονομικό στοιχείο της- είναι από μόνη της μια διαχωριστική γραμμή.
Φυσικά καθώς έχουν περάσει ήδη 20χρόνια από τους πρώτους που ήρθαν, ακόμα και μέσα σε αυτή την κατηγορία των κατώτερων ανθρώπων υπάρχουν διαφοροποιήσεις και κινητικότητα. Πχ πολλοί αλβανοί που διαθέτουν παράδοση στις ζύμες, αγόρασαν αρτοποιία, άλλοι έφτιαξαν τις επιχειρήσεις τους, άλλοι αγόρασαν σπίτια. Στην ουσία μικρο-αστικοποιήθηκαν. Κι έτσι το γεγονός πως θεωρούνταν κατώτεροι άνθρωποι παραμερίστηκε κάπως. Μπορεί να μην έχουν πολιτικά δικαιώματα, μπορεί να μη μιλάνε τόσο καλά ελληνικά, μπορεί να μην έχουν αρχαίους προγόνους, αλλά έχουν χρήματα και αυτό έχει σημασία στην κοινωνία μας. Διότι απέκτησαν το δικαίωμα να επιλέγουν τις δουλειές τους. Και τα χαρακτηριστικά παραδείγματα που μπορώ να δώσω γιαυτή τη διαδικασία είναι δύο. α) οι αλβανικές σημαίες στις διαδηλώσεις του ΛΑΟΣ κατά της ψήφισης του νόμου περί ιθαγένειας πέρσι, δείχνουν πως κάποιοι από αυτούς θεωρούν εαυτούς αρκετά ενσωματωμένους για να μη θέλουν τους νέους μετανάστες. β) οι διαφημίσεις εταιριών που απευθύνονται σε ξένους. Όταν τα τσουτσέκια του μάρκετινγκ μυρίζουν αίμα, σημαίνει πως οι μετανάστες απέκτησαν στατιστικά μετρήσιμη αγοραστική δύναμη, για να τους γλύψουμε
Παρότι φαντάζομαι πως λίγοι θα διαφωνήσετε με αυτόν τον ταξικό διαχωρισμό που έκανα παραπάνω, θα έλεγα πως η αμηχανία είναι διάχυτη. Τι μπορούμε να κάνουμε με αυτούς? Πώς εργαλιοποιούνται? Δυστυχώς δεν ψηφίζουν, άρα όσοι πιστεύουν σε κάποια κοινωνική αλλαγή που θα έρθει με εκλογές, μάλλον δεν μπορούν να περιμένουν και πολλά. Από την άλλη, για τους οπαδούς των επαναστατικών εξωσυστημικών αλλαγών, αυτή η τάξη ανθρώπων είναι πιο “χρήσιμη”. Αλλά και οι δύο ομάδες λογαριάζουν λίγο χωρίς τον ξενοδόχο. Καμία τάξη δεν είναι μόνομπλόκ, ποτέ δεν ήταν ακόμα και τις εποχές της “απρόσωπης εκβιομηχάνισης”. Έτσι είμαι σίγουρος πως την ίδια στιγμή που διάφορα κομμάτια της εξεγείρονταν τον δεκέμβρη του 2008, άλλα κομμάτια της θα βρίσκονταν στην απέναντι όχθη και θα μάλωναν τα παιδιά τους που ήθελαν να πετάξουν νεράτζια στο οικείο αστυνομικό τμήμα.
Όπως και να ‘χει η ιστορία με τους 300 της νομικής νομίζω πως διέρρηξε κάθε φαντασίωση για τις διαθέσεις της κοινωνικής πλειοψηφίας, τοποθετώντας τους μετανάστες λίγο πιο χαμηλά από το στάτους του υπανθρώπου.
Τάξη 2η. Μάγκες πιάστε τα γιοφύρια
Όσο περνάει ο καιρός και η κρίση βαθαίνει, αρχίζω να σιγουρεύομαι πως η επόμενη τάξη που θα περιγράψω, διαπερνά τόσο βαθιά την ελληνική κοινωνία παρότι πολύ συχνά κρύβεται πίσω από διάφορες κοινωνικές κατασκευές. Και μιλάω για την τάξη των γενεών.
Αν κάτι μπορούμε να πούμε για τους εργαζόμενους τα τελευταία 20 χρόνια για τα οποία μπορώ εγώ να μιλήσω, είναι πως υπάρχει μια πολύ βαθιά και σταθερή διαφοροποίηση στην εργασία και την υπεραξία που αφορά τις διάφορες γενιές. Ξεκίνησα να εργάζομαι επίσημα το 1998 σε μια εποχή που υπήρχαν δουλειές για ανθρώπους με πανεπιστημιακές σπουδές. Παρόλαυτά, ακόμα και τότε ήταν δεδομένη η καραβανάδικη λογική των παλιών και των καινούργιων. Οι καινούργιοι πληρώνονταν ψίχουλα με αντάλλαγμα “να μάθουν τη δουλειά”. Στην ουσία όμως η υπόρρητη συμφωνία ήταν πως “θα φτύσεις λίγο αίμα τώρα”, αλλά θα γίνεις αποδεκτός στη συντεχνία. Κι αυτό σημαίνει δόξα, χρήμα και προνόμια σαν κι αυτά που έβλεπες στους μεγαλύτερους. Και νομίζω πως οι άνθρωποι της ηλικίας μου και οι λίιιιγο μεγαλύτεροι έζησαν πολύ καλά αυτή την κατάσταση η οποία υπήρχε τόσο άρρητα όσο και ρητά και επίσημα όπως θα εξηγήσω παρακάτω.
Ας ξεκινήσουμε από το άρρητο. Το 1998 υπήρχε διάχυτη η υπόσχεση πως οι λαμπροί νέοι, εάν δουλέψουν σκληρά θα ανταμειφθούν με χρήμα και καλές θέσεις, κάτι που έβλεπαν να ισχύει για τους πιο πάνω από αυτούς. Ακόμα θυμάμαι την τύπα που προσπαθούσε να με πείσει να δουλέψω στη διαφήμιση προσφέροντας μου το όχι αμελητέο για την εποχή ποσό των 350.000δρχ. “Εδώ δουλεύουμε 9 με 9” μου είπε καταστρέφοντάς μου κάθε φαντασίωση περί του χαλαρού διαφημιστή που χαζεύει όλη μέρα μέχρι να βρει την καλή ιδέα και μετά πάει σπίτι του. “Αλλά μόλις μεγαλώσουμε λίγο σου υπόσχομαι πως θα εξελιχθείς κι εσύ”, συνέχισε κλείνοντας μου το μάτι για τις προοπτικές του πελάτη για τον οποίο θα δούλευα. Μάλλον είμαι τυχερός που δεν δέχθηκα, διότι κρίνοντας από διάφορους άλλους καλούς συμφοιτητές μου, κανείς δεν κατάφερε τελικά να αποκτήσει δικαίωμα στο όνειρο. Οι πιο υποψιασμένοι έφυγαν προτιμώντας να εφαρμόσουν το μότο του διάσημου γάλλου διαφημιστή “πείτε στη μητέρα μου πως είμαι πιανίστας σε μπουρδέλο, ντρέπομαι να της πω ότι δουλεύω στη διαφήμιση” και τώρα δουλεύουν σε μπαρ ή σε σουβενιράδικο μουσείου και αξίζουν συγχαρητηρίων. Διότι αυτοί που έμειναν, κέρδισαν πράγματι κάποια στιγμή τη θέση, αλλά ούτε χρήμα ιδιαίτερο είδαν και συνέχισαν να δουλεύουν 9 με 9. Και υποψιάζομαι πως σε λίγο μπορεί να μείνουν και χωρίς δουλειά.
Κι αυτό που περιγράφω παραπάνω αφορά μια ολόκληρη κατηγορία επαγγελματιών που μπήκαν σε επαγγέλματα “φτιαγμένα” την ώρα που τους είχαν πουλήσει τη φαντασίωση πως κάποια στιγμή δεν θα χρειάζονται να δουλεύουν σαν είλωτες. Δημοσιογράφοι, μηχανικοί, δικηγόροι, αρχιτέκτονες, γιατροί, οικονομικάριοι, αεροσυνοδοί και ένα σωρό άλλες κατηγορίες επαγγελμάτων που θεωρούνταν “επιτυχημένα” ή προνομιούχα, έπαψαν να είναι τέτοια για τους καινούργιους.
Θα μου πείτε μπορεί όλα αυτά να αφορούν μόνο τη δική μου εμπειρία και τον δικό μου οπτικό ορίζοντα. Ναι θα μπορούσα να είμαι απλά ένας τρελός που γράφει στο μπλόγκ του διάφορες παπάρες (χμμμ, ναι είμαι). Αλλά κοιτάξτε τι ωραία που έχουμε και την επίσημη επιβεβαίωση πως η ελληνική κοινωνία είναι ταξικά διαχωρισμένη ανάμεσα στις γενιές.
Για αρχή υπήρχε πάντα αυτή η περίεργη κατηγορία των ασφαλισμένων πριν το 1993. Στην ουσία και επί μία δεκαετία, οι εργαζόμενοι χωρίζονταν σε αυτούς που θα έπαιρναν σύνταξη και σε αυτούς που θα έπαιρναν ψίχουλα. Χωρίς οι μεν να έχουν δουλέψει περισσότερο από τους δε. Τελικά βέβαια, οι πιο νέοι από αυτούς που ήταν ασφαλισμένοι πριν το 1993 καταλαβαίνουν πως μάλλον θα βρεθούν κι αυτοί να είναι με την μεριά των κοροίδων όπως εμείς οι υπόλοιποι οι μετά του 93, αλλά νομίζω αυτό είναι μια ακόμα επιβεβαίωση των τάξεων των γενεών.
Κι αυτή η καραβανάδικη λογική του παλαιού υπάρχει διάχυτη και καταγεγραμμένη σε όλο τον δημόσιο και ευρύτερο δημόσιο τομέα. Οι παλιοί ΟΤΕτζήδες τσίμπησαν κάτι εφάπαξ των 100 και των 200 χιλιάδων ευρώ, βγαίνοντας στη σύνταξη στην τρυφερή ηλικία των 50 τη ίδια στιγμή που οι νεοπροσλαμβανόμενοι ήταν απλοί ιδιωτικοί υπάλληλοι χωρίς ιδιαίτερα δικαιώματα. Σχετικά καλοπληρωμένοι, αλλά καμία σχέση με τους πάλιουρες. Και τυχεροί ήταν, διότι μετά από αυτούς, ήρθε μια νέα γενιά υπαλλήλων που δούλευαν με part-time συμβάσεις ορισμένου χρόνου στα τηλεφωνικά κέντρα και δεν απέκτησαν ποτέ σταθερή εργασία. Το ίδιο συνέβη και στις τράπεζες και σε ένα σωρό άλλους οργανισμούς. Ακόμα και στο plain vanilla δημόσιο, εδώ και χρόνια υπάρχουν διάφορες ταχύτητες εργαζομένων. Οι πιο παλιοί είναι ασφαλισμένοι στο δημόσιο με όλες τις παροχές, τη στιγμή που οι καινούργιοι είναι απλά υπάλληλοι αορίστου χρόνου ασφαλισμένοι στο ΙΚΑ. Και οι ακόμα πιο καινούργιοι είναι συμβασιούχοι περιμένοντας πότε θα αποφασίσουν εάν τους χρειάζεται η “υπηρεσία” για να γίνουν κι αυτοί αορίστου. Για να μη μιλήσουμε για τους υπεργολάβους που πολλές φορές είναι ανασφάλιστοι μετανάστες κρυπτόμενοι πίσω από την κουρτίνα ενός νόμιμου ντόπιου επιχειρηματία.
Για να φτάσουμε στο τώρα όπου απλά οι πιο νέοι δεν έχουν διαφορετικά εργασιακά δικαιώματα από τους παλιότερους, για τον πολύ απλό λόγο πως είναι άνεργοι. Το επίσημο ποσοστό ανεργίας στους νέους ξεπερνά το 30% και μέσα σε αυτό δεν έχουμε προσμετρήσει πολλούς που στην ουσία συνεχίζουν να σπουδάζουν διότι απλά δεν υπάρχει πιθανότητα να βρουν δουλειά.
Αν κάτι μας λέει λοιπόν το γεγονός πως οι έλληνες μένουν με τους γονείς τους μέχρι τα 30 τους, δεν είναι μόνο πως έιναι μαμόθρευτα (ισχύει και αυτό), είναι πως οι παλιοί έχουν πιάσει τα γιοφύρια και τραβάνε όλο τον πλούτο αφήνοντας τους νέους να τραβάνε κουπί στην καλύτερη περίπτωση ή να είναι πλήρως εξαρτημένοι από την αγία οικογένεια στη χειρότερη. Και σκεφτείτε το καπιταλιστικά. Ένας άνθρωπος 25 χρόνων είναι δεδομένο πως παράγει περισσότερη υπεραξία στην ίδια θέση εργασίας από έναν 45 χρονο. Αλλά αντί να συμβαίνει αυτό που συνέβαινε παλιά, δηλαδή τα παιδιά να δίνουν χρήματα στους γηραιότερους γονείς τους, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.
Να λοιπόν ένας ακόμα ταξικός διαχωρισμός που καίτοι είναι δύσκολο να αμφισβητηθεί, είναι ακόμα πιο δύσκολο να εργαλειοποιηθεί. Πώς σκατά τους διαχωρίζουμε αυτούς? Πώς μπορείς να βρεις κοινά συμφέροντα στον άνεργο νέο που οι γονείς του, του έχουν πάρει 2-3 διαμερίσματα να νοικιάζει από τον άνεργο νέο που οι πιο φτωχοί γονείς του απλά μοιράζονται το παλιό δυάρι μαζί του? Πώς μπορείς να πείσεις τον δικηγόρο που εργάζεται σαν σκλάβος για 500 ευρώ στο γραφείο κάποιου παλιού, με τον απόφοιτο νομικής που η μητέρα του είναι συμβολαιογράφος και παρότι επίσης 500 ευρώ παίρνει τώρα, ξέρει πως το “δικαίωμα” κάποια στιγμή θα μεταβιβαστεί κληρονομικά σε αυτόν? Πώς μπορείς να πείσεις ακόμα και τους εργάτες καθαριότητας ενός υπουργείου πως ανήκουν στην ίδια τάξη, όταν κάποιοι από αυτούς έχουν προσληφθεί μόνο ως κατ’ όνομα εργάτες, άλλοι αγκάλιασαν ένα γραφείο και κάθονται, άλλοι εργάζονται κανονικά ως μόνιμοι, άλλοι παραμένουν για πάντα συμβασιούχοι και ακόμα περισσότεροι είναι απλοί εργάτες υπεργολάβων σαν τον φουκαρά που πέθανε στο υπουργείο εργασίας?
Πώς θα πείσεις τον Γέτι
Πώς μπορεί να πείσεις τον γέτι για το ταξικό του συμφέρον? Ο Γέτι είναι μια μετενσάρκωση του ζορμπά, αλβανός, μεγαλωμένος στα σφακιά που από τα 14 του παράτησε το σχολείο, γιατί βαριόταν και δεν τα έπαιρνε τα γράμματα. Άρχισε να δουλεύει στο εστιατόριο ενός τύπου “που τον έχει σαν γιο του”. Φαντάζομαι με τα παραπάνω λόγια ο Γέτι εννοούσε πως τον έχει να δουλεύει ως ανασφάλιστο σκλάβο, αλλά ο ίδιος δεν το έβλεπε έτσι. Διότι “τώρα που βρήκε γυναίκα” ο εστιάτορας θα τον βοηθούσε να ανοίξει τη δική του καντίνα και να κονομά το καλοκαίρι για να μπορεί να κάθεται χαλαρός το χειμώνα στο βερολίνο.
Πώς μπορείς να πείσεις το 33% των μαθητών που εγκαταλείπουν την υποχρεωτική εκπαίδευση στους τουριστικούς νομούς, πως ανήκουν στην ίδια κατηγορία με τους αντίστοιχους μαθητές των νομών της Β.Ελλάδας που δεν έχουν καμία διέξοδο στο τουριστικό ελντοράντο?
Δεν μπορείς. Και δεν μπορείς διότι στην ουσία δεν νιώθουν πως ανήκουν στην ίδια τάξη. Και για να είμαστε ειλικρινής είναι πολύ πιθανό να μην ανήκουν. Διότι οι μεν μπορεί να συνεχίζουν να είναι αγράμματοι και σκλάβοι της παλιότερης γενιάς, αλλά με κάποιο τρόπο νιώθουν πως επωφελούνται της κατάστασης, ή θα επωφεληθούν στο μέλλον. Κι όπως συμβαίνει και με τους ιδιοκτήτες ακινήτων, μπορεί να μην κερδίζουν όλοι τόκο από το συσσωρευμένο κεφάλαιο αυτή τη στιγμή, αλλά είναι η δυνητικές προβολές στο μέλλον που τους κάνουν καπιταλιστές σήμερα.
Η γραμμή στην άμμο
Ξέρω πως 4000 λέξεις είναι κουραστικές. Τα νέα πρότυπα μας λένε πως σήμερα πια οι περισσότεροι βαριούνται μετά τις 600-800 λέξεις, αλλά δυστυχώς δεν μπορώ να τα πω με τόσες λίγες. Ή μάλλον μπορεί και να μπορούσα εάν είχα στόχο να πείσω κάποιον. Αλλά δεν με απασχολεί αυτό. Με απασχολεί να βγάλω το άχτι μου ως ο τρελός στο μπλόγκ του και με αυτή τη διαδικασία να μη νιώθω μόνος και τρελός. Και δεν είναι one-stop-shop. Αγοράστε Techie που όλα τα καθαρίζει και ξενοιάζεστε. Με ενδιαφέρει περισσότερο να σας ξεβολέψω και να νιώσετε μετέωροι, γιατί κατά βάθος είμαι σαδιστής άνθρωπος. Και μάλλον το γράψιμο είναι το δεύτερο πεδίο στο οποίο επιτρέπω τον σαδισμό μου να εμφανίζεται, μετά το σεξ. Οπότε θα σταματήσω εδώ τις τάξεις μου, δίνοντας ταυτόχρονα και την πιο ικανή λύση που έχω σκεφτεί για να τελειώνουμε με όλο αυτό το οικονομικό μπάχαλο που μας τρώει τόσο χρόνο, κόπο και προσπάθεια, αντί να προσπαθούμε να ζούμε στο ενδιάμεσο.
Και η πρότασή μου είναι πολύ απλή. Η Ελλάδα έχει 240δις ευρώ ΑΕΠ. Ναι ικανό μέρος του είναι μια φούσκα και μισή και θα ξεφουσκώσει. Αλλά εξίσου ικανό μέρος του ΑΕΠ χάνεται από την ανεργία και από την γκρίζα οικονομία, οπότε για να μην τα μπλέκουμε πολύ ας δεχθούμε πως είναι τόσο. Αυτό σημαίνει περίπου 17.000 ευρώ το χρόνο σε μισθούς, αγαθά, υπηρεσίες και κοινωνικές μεταβιβάσεις προς κάθε άνθρωπο που πατάει το πόδι του σε αυτόν τον τόπο, ανεξαρτήτως ηλικίας ή καταγωγής. Κι εκεί εγώ παίρνω το ξυλαράκι μου και τραβάω μια διαχωριστική γραμμή στην παραλία. Όποιος θέλει παραπάνω από το μερτικό που του αναλογεί, να πάρει τα κουβαδάκια του και να πάει από την άλλη μεριά της γραμμής, διότι είναι απέναντι μου. Όλα τα υπόλοιπα μπορούμε να τα βρούμε σιγά σιγά, άπαξ και λύσουμε αυτό το θεμελιώδες ζήτημα της ισότητας ως αρχή μας.
Σε αυτό το παιδικό παιχνίδι λοιπόν, τα πράγματα είναι σχετικά εύκολα. Ο φωτόπουλος της ΔΕΗ είναι απέναντι μου, όπως και ο βγενόπουλος και ο ΓρΑΠ και όλα τα golden boys που τον περιτριγυρίζουν χορεύοντας καν-καν την ώρα που τους τρέχουν τα σάλια για μπίζνες. Όπως και οι τραπεζίτες, τα περίπλοκα παράγωγα που υπάρχουν για να ποντάρουν στο καζίνο οι πλούσιοι και να βγαίνουν οι προμήθειες των μανατζαρέων. Όπως και η συστημική αριστερά που θεωρεί τα κεκτημένα του κάθε εργαζόμενου αδιαπραγμάτευτα, ανεξάρτητα με το ποιον βαραίνουν και πόσους αφορούν.
Ξέρω πως μαζί μου δεν θα είναι πολλοί, διότι ακόμα κι αυτοί που βρίσκονται κάτω από τα 17000, θέλουν να μπορούν να φαντασιώνονται πως κάποια στιγμή θα βρεθούν πιο πάνω. Ή νομίζουν πως η υπεραξία τους είναι πολύ μεγαλύτερη. Και το παιχνίδι μου τους απαγορεύει αυτή τη φαντασίωση. Αλλά η καπιταλιστική κρίση είναι με το μέρος μου. Κι όσο περνάει ο καιρός, όλο και περισσότεροι θα χάνουν την ελπίδα της μεγάλης ζωής, του ιδιωτικού σχολείου για τα παιδιά, της καθαρίστριας και του κηπουρού και του μουράτου αυτοκίνητου. Ταυτόχρονα είμαι σίγουρος πως υπάρχουν αρκετοί που βγάζουν παραπάνω από τα 17.000 το χρόνο αλλά πολύ λίγο τους απασχολεί. Και πως θα τα αντάλλασσαν για μια πιο ευτυχισμένη και ασφαλή ζωή.
Το οικονομικό μας πρόβλημα, παρά την περιπλοκότητά του στις επιμέρους λεπτομέρειες, είναι στη βάση του γελοιωδώς απλό, διότι η τεχνική μας πρόοδος έχει λύσει τα ζητήματα της επιβίωσης εδώ και πολλές δεκαετίες. Το μόνο ερώτημα στο οποίο πρέπει να απαντήσουμε ειλικρινώς είναι το εξής: Τι είδους ζωή θέλουμε να έχουμε και σε τι είδους κοινωνία θέλουμε να ζούμε?
ΥΓ Οκ το παραδέχομαι σας την έφερα λίγο ύπουλα. Το ερώτημα είναι απλό, αλλά η απάντηση καθόλου εύκολη. Αλλά τουλάχιστον, θα μπορούσαμε να προσπαθούμε να την απαντήσουμε αντί να καβγαδίζουμε για διάφορες άσχετες ιστορίες.
Για τους γονείς να σημειώσω να μην γλύφονται. Στο παιχνίδι μου τα 17.000 που αναλογούν στο κάθε παιδί τους, δεν θα επιτρέπεται να τα διαχειρίζονται οι ίδιοι, διότι κρίνοντας από το παρελθόν δεν έχω καμία εμπιστοσύνη στις επιλογές τους, όσο καλές προθέσεις κι αν έχουν
ΠΗΓΗ: TECHIE CHAN